του Στάθη Παχίδη
Παιδείας του περασμένου αιώνα (όπως όλοι οι άνω των δέκα οκτώ ετών εξάλλου), ένας φίλος τυχαίνει να είναι μουσικόφιλος με την παλαιά έννοια του όρου(αγοράζω, ακούω, συλλέγω και φετιχοποιώ δίσκους) αλλά και φιλοπαίγμων από κούνια. Οπότε στον τόπο συνήθους συνάντησής μας (άλλως Κ.Ψ.Μ), που βομβαρδίζεται από πλανόδιους πωλητές πλαστών CD και DVD, δεν άντεξε να μην πιάσει την κουβέντα με τον τέταρτο ή πέμπτο, που πλησίασε και διέκοψε την συνάντησή μας...
Μετά τις απαραίτητες συστάσεις (…μέσα απ’ την Κινσάσα είπες;) και τα κεράσματα (…έχετε φραπέ εκεί;), αρχίζει η «διερεύνηση» του εμπορεύματος.
-Και δε μου λες, μήπως έχεις τίποτε από Stanley Clark;
-Όχι, έχω τα καινούργια του Notis, λέει η ρελάνς του εμπόρου.
-Thick as a brick? Jethro Tull? Το ‘χω σε βινύλιο μόνο…
-Μπαα… Τζούλια θες;
-Από κλασσική τίποτε; Μου λείπει Σκριάμπιν…
-Να ψάξω, θα σου φέρω αύριο… Είδε και απόειδε ο πλανόδιος και συνέχισε την περιπλάνηση κι έμεινα να προσπαθώ αμήχανα να λύσω το αίνιγμα…
Έχει αλλάξει η σχέση μας με τη μουσική. Οι εύκολες δικαιολογίες θα μιλούσαν για τον ευτελισμό του φορέα (λέγε με premium και εφημερίδες-μαζί με τον οβελία, μεγάλη κρεαταγορά υπόσχεται για το Πάσχα και cd με χασάπικα), για την πειρατεία των πλανόδιων, για το παράνομο downloading, για το ραδιόφωνο λίστας και την τηλεόραση νύστας. Η αιτία στο βάθος, όμως, είναι πως άλλαξε η σχέση μας με το χρόνο-το χρόνο το δικό μας. Αυτό που κάνει κάποιον να θέλει να ξανακούσει ένα τραγούδι ή ένα μουσικό θέμα, είναι η νοσταλγία του αισθήματος, που τον κυρίευσε την πρώτη φορά που το άκουσε, ένα rewind στο χρόνο δηλαδή και αυτό είναι πολυτέλεια πια για τους περισσότερους.
Η παρελθοντολαγνεία θα απαιτούσε να μιλήσω για τους δίσκους «εισαγωγής» της δεκαετίας του 70 (ναι, οι πιτσιρικάδες αγνοούν πως δεν υπήρχαν δίσκοι ξένης παραγωγής σε ευρεία διανομή στην αγορά), για το φετίχ του βινυλίου και των εξωφύλλων τους, για το τι σήμαινε «όργωσα το Dark side of the moon», για την λαχτάρα της δεύτερης πλευράς, για το ότι ηχογραφούνταν σπουδαίες μουσικές εργασίες παλαιότερα, αν και πιστεύω πως ο χρόνος (πάλι αυτός) είναι που αναδεικνύει ή αγνοεί.
Όμως ο δεκαεξάρης μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή με επαναφέρει σε μια πραγματικότητα αρχείων με δεκάδες χιλιάδες τραγούδια, που αλλάζουν κάτοχο μ’ ένα κλικ--και άντε να δημιουργήσεις τη σχέση του πιο ακριβού και ανείπωτου αισθήματος με 8000 τραγούδια που σού ’στειλε ο κολλητός. Δύσκολο να προλάβεις και να τα ακούσεις, μέχρι να φθάσει το επόμενο αρχείο-πόσο μάλλον να τ’ αγαπήσεις. Άσε δε που ήδη έχει μεγαλώσει μια γενιά ακροατών και θεατών, που πιστεύει πως η μουσική και οι ταινίες είναι τζάμπα.
Τις έκανε ο καλός Θεός, κάτι σαν τις μολόχες ή τα σπουργίτια. Το αντεπιχείρημα του ακριβού παλαιότερα καλλιτεχνήματος δεν υπάρχει πια μια και η κρίση στον τομέα αυτό ήρθε αρκετά πριν το 2008-κι εδώ προφητική ήταν η Τέχνη. Αν και όσοι και όσες κρατάμε δεσμό με τη Μουσική, πέρα από το λαλαλά των ασανσέρ και τα υπερτροφικά εγώ των τραγουδιστών Α.Ε., θα πρέπει να δεχτούμε ένα έλλειμμα χρόνου και γενναιοδωρίας μας απέναντι κυρίως στο βάρος του αισθήματος, που μας προσφέρθηκε.
Κάθε πρόβλημα όμως περιέχει και τη λύση του-αυτό λέει η αισιόδοξη οπτική. Βλέποντας τον πλανόδιο να απομακρύνεται, μου ‘ρθε πως το προιόν «πνευματικής» δημιουργίας με τη μεγαλύτερη ζήτηση στην αγορά της Ελλάδας τα τελευταία χρόνια ήταν οι ταινίες της Τζούλιας--αυτό λεν τα νούμερα και οι περιπτεράδες. Νάτη η λύση, ώ παραγωγοί, δημιουργοί, ΑΕΠΙ και ΑΕΠΑΡΧΕΣ και λοιπές εταιρίες είσπραξης Πνευματικών Δικαιωμάτων. Να επιστρατευθεί η Τζούλια –δε μπορεί, θα πλήττεται κι αυτή από πειρατές και ρεσάλτα και θα τη φέρουμε στο φιλότιμο .Να μπει μπροστάρισα στον αγώνα, με την απειλή πως θα στερήσει από το Πανελλήνιο, που τόσο θερμά ανταποκρίθηκε, τις υπηρεσίες της.
*Ο Στάθης Παχίδης είναι τραγουδοποιός και μέλος του συγκροτήματος «Αγαμοι Θύται».
Παιδείας του περασμένου αιώνα (όπως όλοι οι άνω των δέκα οκτώ ετών εξάλλου), ένας φίλος τυχαίνει να είναι μουσικόφιλος με την παλαιά έννοια του όρου(αγοράζω, ακούω, συλλέγω και φετιχοποιώ δίσκους) αλλά και φιλοπαίγμων από κούνια. Οπότε στον τόπο συνήθους συνάντησής μας (άλλως Κ.Ψ.Μ), που βομβαρδίζεται από πλανόδιους πωλητές πλαστών CD και DVD, δεν άντεξε να μην πιάσει την κουβέντα με τον τέταρτο ή πέμπτο, που πλησίασε και διέκοψε την συνάντησή μας...
Μετά τις απαραίτητες συστάσεις (…μέσα απ’ την Κινσάσα είπες;) και τα κεράσματα (…έχετε φραπέ εκεί;), αρχίζει η «διερεύνηση» του εμπορεύματος.
-Και δε μου λες, μήπως έχεις τίποτε από Stanley Clark;
-Όχι, έχω τα καινούργια του Notis, λέει η ρελάνς του εμπόρου.
-Thick as a brick? Jethro Tull? Το ‘χω σε βινύλιο μόνο…
-Μπαα… Τζούλια θες;
-Από κλασσική τίποτε; Μου λείπει Σκριάμπιν…
-Να ψάξω, θα σου φέρω αύριο… Είδε και απόειδε ο πλανόδιος και συνέχισε την περιπλάνηση κι έμεινα να προσπαθώ αμήχανα να λύσω το αίνιγμα…
Έχει αλλάξει η σχέση μας με τη μουσική. Οι εύκολες δικαιολογίες θα μιλούσαν για τον ευτελισμό του φορέα (λέγε με premium και εφημερίδες-μαζί με τον οβελία, μεγάλη κρεαταγορά υπόσχεται για το Πάσχα και cd με χασάπικα), για την πειρατεία των πλανόδιων, για το παράνομο downloading, για το ραδιόφωνο λίστας και την τηλεόραση νύστας. Η αιτία στο βάθος, όμως, είναι πως άλλαξε η σχέση μας με το χρόνο-το χρόνο το δικό μας. Αυτό που κάνει κάποιον να θέλει να ξανακούσει ένα τραγούδι ή ένα μουσικό θέμα, είναι η νοσταλγία του αισθήματος, που τον κυρίευσε την πρώτη φορά που το άκουσε, ένα rewind στο χρόνο δηλαδή και αυτό είναι πολυτέλεια πια για τους περισσότερους.
Η παρελθοντολαγνεία θα απαιτούσε να μιλήσω για τους δίσκους «εισαγωγής» της δεκαετίας του 70 (ναι, οι πιτσιρικάδες αγνοούν πως δεν υπήρχαν δίσκοι ξένης παραγωγής σε ευρεία διανομή στην αγορά), για το φετίχ του βινυλίου και των εξωφύλλων τους, για το τι σήμαινε «όργωσα το Dark side of the moon», για την λαχτάρα της δεύτερης πλευράς, για το ότι ηχογραφούνταν σπουδαίες μουσικές εργασίες παλαιότερα, αν και πιστεύω πως ο χρόνος (πάλι αυτός) είναι που αναδεικνύει ή αγνοεί.
Όμως ο δεκαεξάρης μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή με επαναφέρει σε μια πραγματικότητα αρχείων με δεκάδες χιλιάδες τραγούδια, που αλλάζουν κάτοχο μ’ ένα κλικ--και άντε να δημιουργήσεις τη σχέση του πιο ακριβού και ανείπωτου αισθήματος με 8000 τραγούδια που σού ’στειλε ο κολλητός. Δύσκολο να προλάβεις και να τα ακούσεις, μέχρι να φθάσει το επόμενο αρχείο-πόσο μάλλον να τ’ αγαπήσεις. Άσε δε που ήδη έχει μεγαλώσει μια γενιά ακροατών και θεατών, που πιστεύει πως η μουσική και οι ταινίες είναι τζάμπα.
Τις έκανε ο καλός Θεός, κάτι σαν τις μολόχες ή τα σπουργίτια. Το αντεπιχείρημα του ακριβού παλαιότερα καλλιτεχνήματος δεν υπάρχει πια μια και η κρίση στον τομέα αυτό ήρθε αρκετά πριν το 2008-κι εδώ προφητική ήταν η Τέχνη. Αν και όσοι και όσες κρατάμε δεσμό με τη Μουσική, πέρα από το λαλαλά των ασανσέρ και τα υπερτροφικά εγώ των τραγουδιστών Α.Ε., θα πρέπει να δεχτούμε ένα έλλειμμα χρόνου και γενναιοδωρίας μας απέναντι κυρίως στο βάρος του αισθήματος, που μας προσφέρθηκε.
Κάθε πρόβλημα όμως περιέχει και τη λύση του-αυτό λέει η αισιόδοξη οπτική. Βλέποντας τον πλανόδιο να απομακρύνεται, μου ‘ρθε πως το προιόν «πνευματικής» δημιουργίας με τη μεγαλύτερη ζήτηση στην αγορά της Ελλάδας τα τελευταία χρόνια ήταν οι ταινίες της Τζούλιας--αυτό λεν τα νούμερα και οι περιπτεράδες. Νάτη η λύση, ώ παραγωγοί, δημιουργοί, ΑΕΠΙ και ΑΕΠΑΡΧΕΣ και λοιπές εταιρίες είσπραξης Πνευματικών Δικαιωμάτων. Να επιστρατευθεί η Τζούλια –δε μπορεί, θα πλήττεται κι αυτή από πειρατές και ρεσάλτα και θα τη φέρουμε στο φιλότιμο .Να μπει μπροστάρισα στον αγώνα, με την απειλή πως θα στερήσει από το Πανελλήνιο, που τόσο θερμά ανταποκρίθηκε, τις υπηρεσίες της.
*Ο Στάθης Παχίδης είναι τραγουδοποιός και μέλος του συγκροτήματος «Αγαμοι Θύται».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου