Ήταν 10 και δέκα το πρωί. Στον πύργο επικρατούσε μία φοβιστική σιωπή η οποία διακοπτόταν μόνο από κάποιους λυγμούς και αναφιλητά. Η Ζέτα μόνη της κάθεται στο κρεββάτι. Είναι ξαπλωμένη. Δεν μπορεί να σηκωθεί. Κοιτάει το ρολόι της. Δείχνει πάλι 10 και δέκα, όπως και τις προηγούμενες 6 μέρες. Όποτε το κοίταγε αντίκριζε την ίδια ακριβώς ώρα...
. Κάθε μέρα το προαίσθημα της ότι κάτι κακό θα συμβεί όλο και μεγάλωνε. Και τώρα επιβεβαιώθηκε. Ο άντρας της πέθανε σε τροχαίο. Τώρα είναι μόνη και πρέπει να πάει στην κηδεία του. Φοράει τις ζαρτιέρες της, τα ψηλοτάκουνα της και βγαίνει από το δωμάτιο.
. Κάθε μέρα το προαίσθημα της ότι κάτι κακό θα συμβεί όλο και μεγάλωνε. Και τώρα επιβεβαιώθηκε. Ο άντρας της πέθανε σε τροχαίο. Τώρα είναι μόνη και πρέπει να πάει στην κηδεία του. Φοράει τις ζαρτιέρες της, τα ψηλοτάκουνα της και βγαίνει από το δωμάτιο.
Διχτυωτό καλσόν, ζαρτιέρες και μαύρο πέπλο. Όχι δεν ξέχασε να φορέσει τίποτα. Έτσι σαγήνευσε και τον συχωρεμένο. Με την σεμνότητα της. Ήταν τόσο ντροπαλή να ζητήσει άλλα ρούχα και γιαυτό φορούσε μόνο αυτά που της είχαν μείνει.Και καθόταν, κλαμένη, με μαυρισμένα μάτια από τον πόνο και τη θλίψη, στην καρέκλα σταυροπόδι. Τι κι αν οι άνδρες τριγύρω έκαναν άσεμνα σχόλια για τα υπέροχα πόδια της, τι κι αν την χαλβάδιαζαν για γυναίκα τους πολλοί φίλοι του συζύγου της, εκείνη σκεφτόταν μόνο εκείνον.
Η τελετή τέλειωσε, γύρισε στον πύργο της. Εξαντλημένη κάθισε στον καναπέ της, τούρλωσε τον ποπό της και έκλαιγε ασταμάτητα. Δεν μπορούσε πια να την βοηθήσει κανείς Της είχαν μείνει μόνο τα τακούνια της, το διχτυωτό καλσόν, οι ζαρτιέρες και το πέπλο. Για παρέα είχε μόνο το κουνέλι της και τον σκορπιό στο πόδι της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου