του Τάκη Μίχα
Η Ελένη ποτέ δεν θεώρησε τον εαυτό της ιδιαίτερα έξυπνο άτομο. Όμως υπήρχε κάτι που την απασχολούσε τον τελευταίο καιρό και όσο και να προσπαθούσε δεν μπορούσε να το καταλάβει. Όλοι της έλεγαν ότι το χωριό της είχε «απελευθερωθεί» και τώρα ίδιοι οι κάτοικοι θα μπορούσαν να διαφεντεύουν την μοίρα τους. Και πράγματι είναι γεγονός ότι η αστυνομία είχε πάψει να κυκλοφορεί στους δρόμους ή να ανταποκρίνεται στις κλήσεις...
Υπήρχαν βέβαια κάτι ΜΑΤ σταθμευμένα πολύ έξω από το χωριό, αλλά ήσαν περισσότερο για τα μάτια του κόσμου. Όμως ήταν παράξενο. Όσο πιο πολύ απελευθερώνονταν το χωριό τόσο πιο πολύ η ίδια αισθανόταν καταπιεσμένη.
Να έτσι την άλλη βραδιά τα παιδιά με τις κουκούλες είχαν στήσει τρικούβερτο γλέντι στην πλατεία του χωριού. Κράτησε μέχρι το πρωί με μεγάφωνα στο διαπασών. Δεν μπόρεσε να κλείσει μάτι. Το πρωί έπρεπε να σηκωθεί να ετοιμάσει το πρωινό του γιου της, να τον πάει σχολείο και μετά να πάει η ίδια στη δουλειά. Προσπάθησε να τηλεφωνήσει στην αστυνομία και να διαμαρτυρηθεί. «Τρελάθηκες κυρά μου που θα τα βάλω εγώ μαζί τους» της ήρθε η απάντηση «Πάρε τον Παπουτσή να διαμαρτυρηθείς!».
Είναι αλήθεια ότι τώρα γινόντουσαν κάθε τόσο ανοικτές δημόσιες συζητήσεις στις οποίες όλοι οι κάτοικοι του χωριού μπορούσαν να συμμετάσχουν. Όμως υπήρχε κάτι το παράξενο μ αυτές τις συναντήσεις. Όλοι σχεδόν έλεγαν τα ίδια πράγματα. Λες και η απόφαση είχε ληφθεί από πριν. Ακόμα και δημοτικοί σύμβουλοι που πριν από ένα μήνα έλεγαν τα εντελώς αντίθετα πράγματα, τώρα έλεγαν ακριβώς τα ίδια με τους άλλους. Οταν ρώτησε έναν απ αυτούς, τον κυρ Γιάννη που είχε την καφετέρια στην άκρη του χωριού, γιατί σήμερα έλεγε ακριβώς τα αντίθετα απ αυτά που έλεγε χθες, αυτός αποφεύγοντας το βλέμμα της είπε: «Ήρθαν κάτι Αλβανοί και μου είπαν ότι θα μου κάνουν λίμπα το μαγαζί αν δεν προσέξω. Τι θες να κάνω Ελένη μου; Υπάρχει και η κρίση και έχω οικογένεια».
Πριν από μερικές ημέρες σε μια από αυτές τις συναντήσεις είχε ζητήσει και είχε πάρει τον λόγο. Άρχισε να λέει ότι δεν της άρεσε ότι το χωριό της είχε μεταβληθεί σε πεδίο μάχης και ότι είχε γεμίσει από άγνωστα άτομα που κανείς δεν ήξερε που κράταγε η σκούφια τους. «Σε τελική ανάλυση την ψηφίσαμε αυτή την κυβέρνηση. Αν δεν μας αρέσει να ψηφίσουμε τους άλλους. Δεν μπορεί να συνεχιστεί αυτή η κατάσταση!» Μόλις είχε αρχίσει να μιλά άρχισαν οι ψίθυροι «Ποια είναι ρε αυτή;” Και όσο προχωρούσε η ομιλία της οι ψίθυροι μεταβάλλονταν σε άναρθρες κραυγές. «Κάτσε κάτω μωρή!» «Ο Πάγκαλος σε πληρώνει;»
Το βράδυ της έκαψαν το αυτοκίνητο.
«Πάλι καλά κυρία μου που δεν σας έκαναν και χειρότερα. Είσαστε τυχερή...» ήταν το σχόλιο του αστυνομικού στο Τμήμα όπου πήγε την επομένη ημέρα να καταγγείλει το γεγονός.
Η Ελένη ποτέ δεν θεώρησε τον εαυτό της ιδιαίτερα έξυπνο άτομο. Όμως υπήρχε κάτι που την απασχολούσε τον τελευταίο καιρό και όσο και να προσπαθούσε δεν μπορούσε να το καταλάβει. Όλοι της έλεγαν ότι το χωριό της είχε «απελευθερωθεί» και τώρα ίδιοι οι κάτοικοι θα μπορούσαν να διαφεντεύουν την μοίρα τους. Και πράγματι είναι γεγονός ότι η αστυνομία είχε πάψει να κυκλοφορεί στους δρόμους ή να ανταποκρίνεται στις κλήσεις...
Υπήρχαν βέβαια κάτι ΜΑΤ σταθμευμένα πολύ έξω από το χωριό, αλλά ήσαν περισσότερο για τα μάτια του κόσμου. Όμως ήταν παράξενο. Όσο πιο πολύ απελευθερώνονταν το χωριό τόσο πιο πολύ η ίδια αισθανόταν καταπιεσμένη.
Να έτσι την άλλη βραδιά τα παιδιά με τις κουκούλες είχαν στήσει τρικούβερτο γλέντι στην πλατεία του χωριού. Κράτησε μέχρι το πρωί με μεγάφωνα στο διαπασών. Δεν μπόρεσε να κλείσει μάτι. Το πρωί έπρεπε να σηκωθεί να ετοιμάσει το πρωινό του γιου της, να τον πάει σχολείο και μετά να πάει η ίδια στη δουλειά. Προσπάθησε να τηλεφωνήσει στην αστυνομία και να διαμαρτυρηθεί. «Τρελάθηκες κυρά μου που θα τα βάλω εγώ μαζί τους» της ήρθε η απάντηση «Πάρε τον Παπουτσή να διαμαρτυρηθείς!».
Είναι αλήθεια ότι τώρα γινόντουσαν κάθε τόσο ανοικτές δημόσιες συζητήσεις στις οποίες όλοι οι κάτοικοι του χωριού μπορούσαν να συμμετάσχουν. Όμως υπήρχε κάτι το παράξενο μ αυτές τις συναντήσεις. Όλοι σχεδόν έλεγαν τα ίδια πράγματα. Λες και η απόφαση είχε ληφθεί από πριν. Ακόμα και δημοτικοί σύμβουλοι που πριν από ένα μήνα έλεγαν τα εντελώς αντίθετα πράγματα, τώρα έλεγαν ακριβώς τα ίδια με τους άλλους. Οταν ρώτησε έναν απ αυτούς, τον κυρ Γιάννη που είχε την καφετέρια στην άκρη του χωριού, γιατί σήμερα έλεγε ακριβώς τα αντίθετα απ αυτά που έλεγε χθες, αυτός αποφεύγοντας το βλέμμα της είπε: «Ήρθαν κάτι Αλβανοί και μου είπαν ότι θα μου κάνουν λίμπα το μαγαζί αν δεν προσέξω. Τι θες να κάνω Ελένη μου; Υπάρχει και η κρίση και έχω οικογένεια».
Πριν από μερικές ημέρες σε μια από αυτές τις συναντήσεις είχε ζητήσει και είχε πάρει τον λόγο. Άρχισε να λέει ότι δεν της άρεσε ότι το χωριό της είχε μεταβληθεί σε πεδίο μάχης και ότι είχε γεμίσει από άγνωστα άτομα που κανείς δεν ήξερε που κράταγε η σκούφια τους. «Σε τελική ανάλυση την ψηφίσαμε αυτή την κυβέρνηση. Αν δεν μας αρέσει να ψηφίσουμε τους άλλους. Δεν μπορεί να συνεχιστεί αυτή η κατάσταση!» Μόλις είχε αρχίσει να μιλά άρχισαν οι ψίθυροι «Ποια είναι ρε αυτή;” Και όσο προχωρούσε η ομιλία της οι ψίθυροι μεταβάλλονταν σε άναρθρες κραυγές. «Κάτσε κάτω μωρή!» «Ο Πάγκαλος σε πληρώνει;»
Το βράδυ της έκαψαν το αυτοκίνητο.
«Πάλι καλά κυρία μου που δεν σας έκαναν και χειρότερα. Είσαστε τυχερή...» ήταν το σχόλιο του αστυνομικού στο Τμήμα όπου πήγε την επομένη ημέρα να καταγγείλει το γεγονός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου