Το τηλέφωνο χτύπησε ξαφνικά εκείνο το απόγευμα, κάνοντας το Νίκο να πεταχτεί απότομα απ τον καναπέ του όπου τον είχε ψιλοπάρει ο ύπνος. Το νούμερο άγνωστο – καμιά τράπεζα θα ήταν πάλι που δίνει φτηνά καταναλωτικά ή η βόνταφον σκέφτηκε. Ομως το σήκωσε και στην άλλη άκρη της γραμμής δεν ήταν ούτε τράπεζα ούτε η βόνταφον, αλλά κάποιος που τον ήξερε καιρό χωρίς να τον έχει δει ποτέ. Γιά ένα ταξίδι του είπε. Γιά ένα ταξίδι που ήθελε να κάνει χρόνια και που δεν περίμενε ποτέ ότι είχε φτάσει η ώρα...
- Θέλεις να έρθεις στο clasico, τον ρώτησε και ο Νίκος πετάχτηκε επάνω και κόντεψε να βρει με το κεφάλι του το ταβάνι
- Δεν παίζουν μ αυτά τα πράγματα, ψέλλισε. Σοβαρά; Μπορώ να έρθω στο clasico; Ξέρεις, έχω μεγάλο πρόβλημα με τα αεροπλάνα … Γιά την ακρίβεια δεν έχω πετάξει ποτέ μου … Φοβάμαι! Αλλά αν είναι γιά να δω από κοντά τη Μπάρσα στο Camp Nou, χαλάλι. Θα χαπακωθώ και θα έρθω.
- Οφείλω να σου πω πως το ταξίδι είναι ακριβό
- Δεν με νοιάζει. Οσο και να κάνει θα έρθω, μακάρι να μην έχω λεφτά γιά τσιγάρα γιά τρεις μήνες, είπε ο Νίκος.
Οι επόμενες μέρες κύλησαν μέσα σε μιά γλυκειά προσμονή. Ο Νίκος «έψησε» και τη φίλη του να έρθει μαζί του – γιά να υπάρχει κάποιος να του κρατάει το χέρι στο αεροπλάνο και να του δίνει κουράγιο. Δεν πτοήθηκε ούτε όταν η ανεύθυνη ισπανική Λίγκα ανακοίνωσε πως ο αγώνας θα γίνει Δευτέρα λόγω καταλανικών εκλογών. Ο Νίκος πλήρωσε πρόθυμα τη διαφορά στα αεροπορικά και το δωμάτιο. Τίποτα δεν μπορούσε να του χαλάσει τη γιορτή. Ολ αυτά που έβλεπε τόσα χρόνια απ την τηλεόραση, όλ αυτά που ήθελε να ζήσει από κοντά, στο τέλος του μήνα θα γίνονταν πραγματικότητα!
Η μέρα της αναχώρησης έφτασε. Η πτήση θαυμάσια χωρίς αναταράξεις, η παρέα καλή, η πόλη υπέροχη, ο καιρός ιδανικός και στον αέρα μύριζε clasico. Το έβλεπες στα μάτια των περαστικών, στα παιδάκια που έπαιζαν μπάλα στις πλατείες, στους «υπαίθριους» καλλιτέχνες της Ράμπλα, στους τουρίστες και στα σουβενίρ, στις εφημερίδες και τα κανάλια που μετρούσαν τις μέρες, τις ώρες, τα λεπτά.
Ο Νίκος ήταν εκεί και ρουφούσε ηδονικά την κάθε στιγμή του ταξιδιού του και έβλεπε με δέος το Camp Nou ενώ συλλογιζόταν πως σε λίγο θα ήταν κι αυτός εκεί μέσα γιά να τραγουδήσει, να φωνάξει και να δει μερικούς απ τους καλύτερους παίκτες του κόσμου σ ένα μοναδικό παιχνίδι.
Την ημέρα του αγώνα ο Νίκος περίμενε καρτερικά να πιάσει το εισιτήριο στα χέρια του. Ενα τόσο δα χαρτάκι που αργότερα θα το κορνίζωνε και θα κοσμούσε γιά πάντα τον τοίχο του δωματίου του.
Το πρωί πέρασε χωρίς ακόμα να έχει δει το εισιτήριο. Το απόγευμα τους είπαν να μην ανησυχούν. Θα το πάρουν μεταξύ 6 και 7 κοντά στο γήπεδο. Στις 7 τους είπαν πως θα το πάρουν στις 8…
Ο Νίκος δεν μπήκε ποτέ στο Camp Nou. Οι μαυραγορήτες απ το Οσλο προφανώς πούλησαν το εισιτήριό του σε καλύτερη τιμή και τον άφησαν έκεί, στο κρύο και το ψιλόβροχο, έξω απ το γήπεδο, σ ένα ανελέητο βασανιστήριο, να είναι λίγα βήματα μακρυά απ το όνειρό του και να μην μπορεί να τα διαβεί. Ο Νίκος και άλλοι 11 ταξιδιώτες απ την Ελλάδα εγκαταστάθηκαν μπροστά από μιά τηλεόραση καφετέριας και είδαν μιά απ τις μεγαλύτερες νίκες της ιστορίας της ομάδας τους ακούγοντας «ζωντανά» τους πανηγυρισμούς των γκολ. Ο Νίκος δεν οργίστηκε, δεν αγανάκτησε, δεν έβρισε. Μόνο να. Εκεί, λίγο μετά τη λήξη του αγώνα, βλέποντας ένα ατέλειωτο blaugrana ποτάμι να ξεχύνεται στους δρόμους γύρω απ το γήπεδο, να χορεύει και να τραγουδά, δεν άντεξε και ξέσπασε σε δυνατούς λυγμούς. Η προσπάθειά μου να τον παρηγορήσω δεν ήταν ιδιαίτερα πειστική γιατί με είχαν πάρει κι εμένα τα κλάματα. Το μόνο που κατάφερα, ήταν να του δώσω το κίτρινο χαρτάκι που κρατούσα απ τη χορογραφία που κάναμε όταν οι δύο ομάδες μπήκαν στο γήπεδο. Μακάρι να το ήξερα πιό πριν και να μπορούσα να του έδινα και το εισιτήριό μου. Εγώ είχα δει αρκετά clasicos. Εκείνος κανένα. Και είχε κάνει τόσα πολλά γιά να βρεθεί εκεί, χωρίς να του αξίζει να ζήσει αυτό το απίστευτο βασανιστήριο.
Γιά τους χιλιάδες Νίκους αυτού του κόσμου, γιά κείνους που αγαπούν το ποδόσφαιρο και κάποια καθάρματα τους εκμεταλεύονται, γιά τους «συλλόγους» που ανέχονται όλ αυτά γιά να μην πω πως τα δημιουργούν, είναι αφιερωμένο το σημερινό μου κομμάτι. Κάποια στιγμή πρέπει να τελειώνουμε με τη μάστιγα των «νόμιμων» μαυραγορητών, αυτών που καμουφλάρουν το έγκλημα πίσω απ τον καθόλα αθώο τίτλο των «τουριστικών υπηρεσιών».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου