Η παρακμή της ελληνικής κοινωνίας των καιρών μας ξεδιπλώνεται στην οθόνη
Η παρακμή της ελληνικής κοινωνίας των καιρών μας ξεδιπλώνεται στην οθόνη μέσα από τη σύμπραξη ενός έλληνα και ενός γερμανού σκηνοθέτη: «Wasted youth»
- «Λεηλατημένα νιάτα». Μια μεγάλη έκπληξη από τον Αργύρη Παπαδημητρόπουλο και τον Γιαν Βόγκελ. Την ίδια ώρα ο βετεράνος Κεν Λόουτς με την ευθύβολη ματιά του κάνει μια αναδρομή στις συνέπειες του πολέμου στο Ιράκ μέσα από τη σκοπιά των βρετανών μισθοφόρων που πολέμησαν εκεί.
Η γενιά που λεηλατήθηκε
«Λεηλατημένα νιάτα» θα μπορούσε να αποδοθεί στα ελληνικά το «Wasted youth» (2011), ο ξένος τίτλος της δεύτερης ταινίας του Αργύρη Παπαδημητρόπουλου, ο οποίος πριν από λίγα χρόνια εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο σινεμά με τον θρίαμβο «Βank bang» (εδώ συν- σκηνοθετεί με τον γερμανό διευθυντή φωτογραφίας Γιαν Βόγκελ, στην πρώτη απόπειρά του ως σκηνοθέτης).
Και όντως, αυτό δηλώνει η ταινία στην οποία παρακολουθούμε το 24ωρο δύο ανθρώπων διαφορετικής ηλικίας που περιπλανώνται χωρίς να γνωρίζει ο ένας τον άλλο στην Αθήνα. Ο έφηβος (Χάρης Μάρκου), ένας άρχοντας του skate board, θέλει να πιει ως την τελευταία σταλιά την ανεμελιά της ηλικίας του. Ο μεσήλικος (Ιερώνυμος Καλετσάνος) παλεύει ως καταπιεσμένος οικογενειάρχης που βλέπει την κρίση να ρουφά όλους τους τομείς της ζωής του. Λεφτά, δουλειά, οικογένεια, ασυνεννοησία· σε τίποτε δεν νιώθει καλά.
Για μένα η αξία της ταινίας των Παπαδημητρόπουλου - Βόγκελ δεν είναι στο τι θα γίνει όταν κάποια στιγμή τα δύο πρόσωπα συναντηθούν (κάτι που σύντομα αντιλαμβάνεσαι ότι θα γίνει). Είναι στο πώς θα «ζωντανέψει» ο δραματουργικός χρόνος της ταινίας που δείχνει νεκρός, αφού η παράλληλη δράση «διψά» για την κορύφωση της συνάντησης.
Και εκεί είναι που οι σκηνοθέτες πετυχαίνουν διάνα. Τρία πράγματα μαγνητίζουν στην ταινία: Πρώτον, η χωροταξία της. Κάθε συνοικία, κάθε σοκάκι, κάθε λεωφόρος, κάθε γωνία έχουν επιλεγεί σχολαστικά ώστε η ταινία να γίνει πραγματικά ένας καθρέφτης της σύγχρονης Αθήνας. Δεύτερον, το μοίρασμα του χρόνου. Σε 90 λεπτά νιώθεις πραγματικά ότι έχει περάσει μία ημέρα. Τρίτον, το γεγονός ότι με μικρές πινελιές οι σκηνοθέτες εικονογραφούν μια κοινωνία σε παρακμή σχολιάζοντας με ευθύ και άμεσο τρόπο την υπόθεση δολοφονίας του Αλέξη Γρηγορόπουλου.
Από την εποχή του «Bank bang», πρώτης ταινίας του Παπαδημητρόπουλου, είχα προβλέψει ότι κάποτε θα κάνει μια μεγάλη ταινία. Δεν περίμενα όμως να βγω τόσο σύντομα σωστός. Μπράβο του, λοιπόν!
Βαθμολογία: 4
Χρήμα βαμμένο με αίμα
Στην τελευταία ταινία του, «Ιρλανδέζικος δρόμος» («Route Irish», Αγγλία, 2010), ο σπουδαίος σκηνοθέτης Κεν Λόουτς εστιάζει μεν στις θηριωδίες των Δυτικών κατά τη διάρκεια του πολέμου στο Ιράκ, αλλά δεν τον ενδιαφέρει το φτηνό «πορνογραφικό» θέαμα του θανάτου στα χαρακώματα ή στους δρόμους της Βαγδάτης.
Η ουσία στον «Ιρλανδέζικο δρόμο» είναι η «μπίζνα» του πολέμου, όπως και το ανθρώπινο στοιχείο, καθώς άξονας του σεναρίου της ταινίας (γραμμένου από τον Πολ Λάβερτι, εδώ και αρκετά χρόνια πιστό συνεργάτη του σκηνοθέτη) είναι μια δυνατή φιλία.
Ολα ξεκινούν στο Λίβερπουλ τη δεκαετία του 1970, όταν γεννιέται η παιδική φιλία ανάμεσα στον Φράνκι και στον Φέργκους. Θα τους χωρίσει διά παντός ο πόλεμος του Ιράκ, όπου και οι δύο «εργάζονται» ως μισθοφόροι. Μόνο που ο Φέργκους (Μαρκ Γουόμακ) είναι πεπεισμένος ότι κάτι ύποπτο συμβαίνει με τον θάνατο του φίλου του και αποφασίζει να ψάξει εξονυχιστικά την υπόθεση μόνος του. Η έρευνά του τον φέρνει αντιμέτωπο με μια τεράστια συνωμοσία των ιδιωτικών στρατιωτικών οργανισμών που έχουν πλουτίσει με το αίμα των αθώων θυμάτων.
Ωστόσο ο Κεν Λόουτς δεν θα ήταν αυτός που είναι αν αρκούνταν στις εύκολες λύσεις και στα σχήματα. Ευθύνες έχουν όλοι. Δεν υπάρχουν «καλοί» και «κακοί», παρά μόνο οι μισθοφόροι, οι νεκροί και βέβαια το χρήμα. Ο Φέργκους ποτέ δεν αγιοποιείται _ αντιθέτως, έχει την πιο βαριά συνείδηση από όλους.
Στο στόχαστρο των Λόουτς - Λάβερτι βρίσκονται επίσης οι εταιρείες μισθοφόρων που πλουτίζουν πουλώντας θάνατο. Η έρευνά τους είναι αποκαλυπτική και αυτή είναι η πρώτη ταινία για το Ιράκ που δίνει τόσο μεγάλη σημασία στο παρασκήνιο του πολέμου και για το πώς κάποιοι άνθρωποι έγιναν δισεκατομμυριούχοι πουλώντας θάνατο. Το θαυμάσιο όμως με το «Route Irish» είναι ότι χάρη στη σκηνοθετική μαεστρία του Λόουτς η πολιτική συνδυάζεται με την αφήγηση μιας ταινίας μυστηρίου, ενός detective story που σε προκαλεί να το παρακολουθήσεις με αγωνία για το τι θα γίνει παρακάτω. Προσωπικά δεν μπόρεσα να ξεκολλήσω τα μάτια μου από την οθόνη ούτε την πρώτη φορά που την είδα, όταν συμμετείχε στην κούρσα για τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες, αλλά ούτε και τη δεύτερη.
Δείτε το video
Βαθμολογία: 4
Δικαστικό θρίλερ της παλιάς καλής σχολής
Καιρό είχα να δω ένα χορταστικό δικαστικό θρίλερ της παλιάς «κοπής» (π.χ. σαν την «Ακρη του νήματος») αλλά με μοντέρνο γύρισμα. Αυτό πετυχαίνει ο Μπραντ Φέρμαν στον «Δικηγόρο σκοτεινών υποθέσεων» («The lincoln lawyer», ΗΠΑ, 2010). Αφήνοντας κατά μέρος τις ρομαντικές κομεντί που τον έχουν επί χρόνια περιορίσει, ο Μάθιου Μακ Κόναχι υποδύεται τον κυνικό δικηγόρο του Λος Αντζελες που μιλάει μόνο με τη γλώσσα του χρήματος και αλλάζει όταν έρχεται αντιμέτωπος με τη συνείδησή του. Ο Μακ Κόναχι είναι έκτακτος, όπως επίσης και το παιχνίδι ανάμεσα στην ενοχή και στην αθωότητα που πραγματεύεται η ταινία, στην οποία συμπρωταγωνιστούν ο Ράιν Φελίπ (επίσης καλός στον ρόλο του πάμπλουτου και ενδεχομένως διεστραμμένου πλεϊμπόι που ζητεί τη βοήθεια του συνηγόρου), η Μαρίζα Τομέι και ο Τζος Λούκας. Το φιλμ είναι βασισμένο στο μπεστ σέλερ του Μάικλ Κόνελι «Ο δικηγόρος με τη Λίνκολν» (κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Bell και το συνιστώ για τους φίλους του είδους).
Βαθμολογία: 3
Αυτός, αυτός και το μωρό
Αν και καθετί στην εξέλιξη της ιστορίας τού «Μια φορά κι ένα... μωρό» του Νίκου Ζαπατίνα γίνεται «γιατί έτσι», δεν μπορώ να πω ότι δεν γέλασα. Το «πάντρεμα» του Πέτρου Φιλιππίδη με τον Σάκη Μπουλά έχει από μόνο του ενδιαφέρον, διότι οι δύο ηθοποιοί έχουν διαφορετικούς τύπους χιούμορ που ενωμένοι βγάζουν χημεία.
Ο Φιλιππίδης είναι κάτι σαν συνεχιστής των «παλαιού τύπου» ελλήνων κωμικών (της χρυσής εποχής του ελληνικού σινεμά, καθώς συνηθίζεται να λέγεται) και όλη η καριέρα του στηρίζεται στον ίδιο τύπο που έχει φτιάξει (όπως παλαιότερα ο Κώστας Χατζηχρήστος): καλούλης, γλυκούλης, αγχωμενούλης, αφελούλης, πονηρούλης. Ολα σε -ούλης. Ο Μπουλάς, από την άλλη μεριά, δεν έχει σχέση με την παλαιά ελληνική κωμωδία, το χιούμορ του είναι πιο «βρώμικο» αλλά και πιο άμεσο. Αν λοιπόν τους βάλεις και τους δύο μαζί σε ένα road movie με ένα βρέφος στα χέρια, κάτι τελικά μπορεί να βγει. Και όντως βγαίνει σε αυτή την ταινία που έχει το στυλ ιταλικής κωμωδίας περασμένων εποχών, σαν Φράνκο - Τσίτσιο για παράδειγμα. Πάντως, παρά το δίδυμο Φιλιππίδη - Μπουλά, αν κάποιος κλέβει την παράσταση είναι τελικά το... μωρό. Λέγεται Αγγελική Παυλοπούλου και θα τη θυμάμαι για πολύ καιρό.
Βαθμολογία: 2
Εξωγήινοι στα ίχνη του «Λυκόφωτος»
Η επιτυχία της σειράς ταινιών «Λυκόφως» είχε ως αποτέλεσμα παραλλαγές στο ίδιο θέμα και όχι απαραιτήτως με λυκανθρώπους αλλά με εξωγήινους, όπως συμβαίνει στο «Είμαι το νούμερο τέσσερα» («I am number 4», ΗΠΑ, 2011) του Ντ. Τζ. Καρούζο. Εδώ λοιπόν οι εκλεκτοί των καλών εξωγήινων έχουν βρει καταφύγιο στη Γη για να προφυλαχθούν από τους κακούς εξωγήινους που θυμίζουν ιεροεξεταστές του Μεσαίωνα και έχουν τη μερίδα του λέοντος στο ελάχιστο χιούμορ της ταινίας. Ο σταρ των εκλεκτών είναι ο Αλεξ Πέτιφερ (ένα κράμα από Ρόμπερτ Ρέντφορντ στα νιάτα του και Οουεν Γουίλσον στο σήμερα) που μαζί με τον «φυτευτό» πατέρα του (Τίμοθι Ολιφαντ) αλλάζει διαρκώς πόλεις. Η ριζική αλλαγή στη ζωή του όμως θα γίνει όταν αισθανθεί το σκίρτημα του έρωτα, όπως ακριβώς συμβαίνει με τον βρικόλακα και την κοπέλα στο «Λυκόφως». Εν ολίγοις, μια ταινία για μπόλικο ποπκόρν και λίγη σκέψη.
Βαθμολογία: 1
Προβάλλεται επίσης το συμπαθέστατο γαλλικό ντοκυμαντέρ «Babies» του Τομά Μπαλμέ, που παρακολουθεί έναν χρόνο από τη ζωή τεσσάρων βρεφών από τέσσερις διαφορετικές χώρες (Μογγολία, ΗΠΑ, Νιγηρία, Ιαπωνία). Ανθρώπινο και υπεραισιόδοξο ντοκυμαντέρ, το οποίο, θες δεν θες, σε σκλαβώνει.
Βαθμολογία: 3
5: εξαιρετική, 4: πολύ καλή, 3: καλή, 2: ενδιαφέρουσα, 1: μέτρια, 0: απαράδεκτη
tovima
Η παρακμή της ελληνικής κοινωνίας των καιρών μας ξεδιπλώνεται στην οθόνη μέσα από τη σύμπραξη ενός έλληνα και ενός γερμανού σκηνοθέτη: «Wasted youth»
- «Λεηλατημένα νιάτα». Μια μεγάλη έκπληξη από τον Αργύρη Παπαδημητρόπουλο και τον Γιαν Βόγκελ. Την ίδια ώρα ο βετεράνος Κεν Λόουτς με την ευθύβολη ματιά του κάνει μια αναδρομή στις συνέπειες του πολέμου στο Ιράκ μέσα από τη σκοπιά των βρετανών μισθοφόρων που πολέμησαν εκεί.
Η γενιά που λεηλατήθηκε
«Λεηλατημένα νιάτα» θα μπορούσε να αποδοθεί στα ελληνικά το «Wasted youth» (2011), ο ξένος τίτλος της δεύτερης ταινίας του Αργύρη Παπαδημητρόπουλου, ο οποίος πριν από λίγα χρόνια εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο σινεμά με τον θρίαμβο «Βank bang» (εδώ συν- σκηνοθετεί με τον γερμανό διευθυντή φωτογραφίας Γιαν Βόγκελ, στην πρώτη απόπειρά του ως σκηνοθέτης).
Και όντως, αυτό δηλώνει η ταινία στην οποία παρακολουθούμε το 24ωρο δύο ανθρώπων διαφορετικής ηλικίας που περιπλανώνται χωρίς να γνωρίζει ο ένας τον άλλο στην Αθήνα. Ο έφηβος (Χάρης Μάρκου), ένας άρχοντας του skate board, θέλει να πιει ως την τελευταία σταλιά την ανεμελιά της ηλικίας του. Ο μεσήλικος (Ιερώνυμος Καλετσάνος) παλεύει ως καταπιεσμένος οικογενειάρχης που βλέπει την κρίση να ρουφά όλους τους τομείς της ζωής του. Λεφτά, δουλειά, οικογένεια, ασυνεννοησία· σε τίποτε δεν νιώθει καλά.
Για μένα η αξία της ταινίας των Παπαδημητρόπουλου - Βόγκελ δεν είναι στο τι θα γίνει όταν κάποια στιγμή τα δύο πρόσωπα συναντηθούν (κάτι που σύντομα αντιλαμβάνεσαι ότι θα γίνει). Είναι στο πώς θα «ζωντανέψει» ο δραματουργικός χρόνος της ταινίας που δείχνει νεκρός, αφού η παράλληλη δράση «διψά» για την κορύφωση της συνάντησης.
Και εκεί είναι που οι σκηνοθέτες πετυχαίνουν διάνα. Τρία πράγματα μαγνητίζουν στην ταινία: Πρώτον, η χωροταξία της. Κάθε συνοικία, κάθε σοκάκι, κάθε λεωφόρος, κάθε γωνία έχουν επιλεγεί σχολαστικά ώστε η ταινία να γίνει πραγματικά ένας καθρέφτης της σύγχρονης Αθήνας. Δεύτερον, το μοίρασμα του χρόνου. Σε 90 λεπτά νιώθεις πραγματικά ότι έχει περάσει μία ημέρα. Τρίτον, το γεγονός ότι με μικρές πινελιές οι σκηνοθέτες εικονογραφούν μια κοινωνία σε παρακμή σχολιάζοντας με ευθύ και άμεσο τρόπο την υπόθεση δολοφονίας του Αλέξη Γρηγορόπουλου.
Από την εποχή του «Bank bang», πρώτης ταινίας του Παπαδημητρόπουλου, είχα προβλέψει ότι κάποτε θα κάνει μια μεγάλη ταινία. Δεν περίμενα όμως να βγω τόσο σύντομα σωστός. Μπράβο του, λοιπόν!
Βαθμολογία: 4
Χρήμα βαμμένο με αίμα
Στην τελευταία ταινία του, «Ιρλανδέζικος δρόμος» («Route Irish», Αγγλία, 2010), ο σπουδαίος σκηνοθέτης Κεν Λόουτς εστιάζει μεν στις θηριωδίες των Δυτικών κατά τη διάρκεια του πολέμου στο Ιράκ, αλλά δεν τον ενδιαφέρει το φτηνό «πορνογραφικό» θέαμα του θανάτου στα χαρακώματα ή στους δρόμους της Βαγδάτης.
Η ουσία στον «Ιρλανδέζικο δρόμο» είναι η «μπίζνα» του πολέμου, όπως και το ανθρώπινο στοιχείο, καθώς άξονας του σεναρίου της ταινίας (γραμμένου από τον Πολ Λάβερτι, εδώ και αρκετά χρόνια πιστό συνεργάτη του σκηνοθέτη) είναι μια δυνατή φιλία.
Ολα ξεκινούν στο Λίβερπουλ τη δεκαετία του 1970, όταν γεννιέται η παιδική φιλία ανάμεσα στον Φράνκι και στον Φέργκους. Θα τους χωρίσει διά παντός ο πόλεμος του Ιράκ, όπου και οι δύο «εργάζονται» ως μισθοφόροι. Μόνο που ο Φέργκους (Μαρκ Γουόμακ) είναι πεπεισμένος ότι κάτι ύποπτο συμβαίνει με τον θάνατο του φίλου του και αποφασίζει να ψάξει εξονυχιστικά την υπόθεση μόνος του. Η έρευνά του τον φέρνει αντιμέτωπο με μια τεράστια συνωμοσία των ιδιωτικών στρατιωτικών οργανισμών που έχουν πλουτίσει με το αίμα των αθώων θυμάτων.
Ωστόσο ο Κεν Λόουτς δεν θα ήταν αυτός που είναι αν αρκούνταν στις εύκολες λύσεις και στα σχήματα. Ευθύνες έχουν όλοι. Δεν υπάρχουν «καλοί» και «κακοί», παρά μόνο οι μισθοφόροι, οι νεκροί και βέβαια το χρήμα. Ο Φέργκους ποτέ δεν αγιοποιείται _ αντιθέτως, έχει την πιο βαριά συνείδηση από όλους.
Στο στόχαστρο των Λόουτς - Λάβερτι βρίσκονται επίσης οι εταιρείες μισθοφόρων που πλουτίζουν πουλώντας θάνατο. Η έρευνά τους είναι αποκαλυπτική και αυτή είναι η πρώτη ταινία για το Ιράκ που δίνει τόσο μεγάλη σημασία στο παρασκήνιο του πολέμου και για το πώς κάποιοι άνθρωποι έγιναν δισεκατομμυριούχοι πουλώντας θάνατο. Το θαυμάσιο όμως με το «Route Irish» είναι ότι χάρη στη σκηνοθετική μαεστρία του Λόουτς η πολιτική συνδυάζεται με την αφήγηση μιας ταινίας μυστηρίου, ενός detective story που σε προκαλεί να το παρακολουθήσεις με αγωνία για το τι θα γίνει παρακάτω. Προσωπικά δεν μπόρεσα να ξεκολλήσω τα μάτια μου από την οθόνη ούτε την πρώτη φορά που την είδα, όταν συμμετείχε στην κούρσα για τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες, αλλά ούτε και τη δεύτερη.
Δείτε το video
Βαθμολογία: 4
Δικαστικό θρίλερ της παλιάς καλής σχολής
Καιρό είχα να δω ένα χορταστικό δικαστικό θρίλερ της παλιάς «κοπής» (π.χ. σαν την «Ακρη του νήματος») αλλά με μοντέρνο γύρισμα. Αυτό πετυχαίνει ο Μπραντ Φέρμαν στον «Δικηγόρο σκοτεινών υποθέσεων» («The lincoln lawyer», ΗΠΑ, 2010). Αφήνοντας κατά μέρος τις ρομαντικές κομεντί που τον έχουν επί χρόνια περιορίσει, ο Μάθιου Μακ Κόναχι υποδύεται τον κυνικό δικηγόρο του Λος Αντζελες που μιλάει μόνο με τη γλώσσα του χρήματος και αλλάζει όταν έρχεται αντιμέτωπος με τη συνείδησή του. Ο Μακ Κόναχι είναι έκτακτος, όπως επίσης και το παιχνίδι ανάμεσα στην ενοχή και στην αθωότητα που πραγματεύεται η ταινία, στην οποία συμπρωταγωνιστούν ο Ράιν Φελίπ (επίσης καλός στον ρόλο του πάμπλουτου και ενδεχομένως διεστραμμένου πλεϊμπόι που ζητεί τη βοήθεια του συνηγόρου), η Μαρίζα Τομέι και ο Τζος Λούκας. Το φιλμ είναι βασισμένο στο μπεστ σέλερ του Μάικλ Κόνελι «Ο δικηγόρος με τη Λίνκολν» (κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Bell και το συνιστώ για τους φίλους του είδους).
Βαθμολογία: 3
Αυτός, αυτός και το μωρό
Αν και καθετί στην εξέλιξη της ιστορίας τού «Μια φορά κι ένα... μωρό» του Νίκου Ζαπατίνα γίνεται «γιατί έτσι», δεν μπορώ να πω ότι δεν γέλασα. Το «πάντρεμα» του Πέτρου Φιλιππίδη με τον Σάκη Μπουλά έχει από μόνο του ενδιαφέρον, διότι οι δύο ηθοποιοί έχουν διαφορετικούς τύπους χιούμορ που ενωμένοι βγάζουν χημεία.
Ο Φιλιππίδης είναι κάτι σαν συνεχιστής των «παλαιού τύπου» ελλήνων κωμικών (της χρυσής εποχής του ελληνικού σινεμά, καθώς συνηθίζεται να λέγεται) και όλη η καριέρα του στηρίζεται στον ίδιο τύπο που έχει φτιάξει (όπως παλαιότερα ο Κώστας Χατζηχρήστος): καλούλης, γλυκούλης, αγχωμενούλης, αφελούλης, πονηρούλης. Ολα σε -ούλης. Ο Μπουλάς, από την άλλη μεριά, δεν έχει σχέση με την παλαιά ελληνική κωμωδία, το χιούμορ του είναι πιο «βρώμικο» αλλά και πιο άμεσο. Αν λοιπόν τους βάλεις και τους δύο μαζί σε ένα road movie με ένα βρέφος στα χέρια, κάτι τελικά μπορεί να βγει. Και όντως βγαίνει σε αυτή την ταινία που έχει το στυλ ιταλικής κωμωδίας περασμένων εποχών, σαν Φράνκο - Τσίτσιο για παράδειγμα. Πάντως, παρά το δίδυμο Φιλιππίδη - Μπουλά, αν κάποιος κλέβει την παράσταση είναι τελικά το... μωρό. Λέγεται Αγγελική Παυλοπούλου και θα τη θυμάμαι για πολύ καιρό.
Βαθμολογία: 2
Εξωγήινοι στα ίχνη του «Λυκόφωτος»
Η επιτυχία της σειράς ταινιών «Λυκόφως» είχε ως αποτέλεσμα παραλλαγές στο ίδιο θέμα και όχι απαραιτήτως με λυκανθρώπους αλλά με εξωγήινους, όπως συμβαίνει στο «Είμαι το νούμερο τέσσερα» («I am number 4», ΗΠΑ, 2011) του Ντ. Τζ. Καρούζο. Εδώ λοιπόν οι εκλεκτοί των καλών εξωγήινων έχουν βρει καταφύγιο στη Γη για να προφυλαχθούν από τους κακούς εξωγήινους που θυμίζουν ιεροεξεταστές του Μεσαίωνα και έχουν τη μερίδα του λέοντος στο ελάχιστο χιούμορ της ταινίας. Ο σταρ των εκλεκτών είναι ο Αλεξ Πέτιφερ (ένα κράμα από Ρόμπερτ Ρέντφορντ στα νιάτα του και Οουεν Γουίλσον στο σήμερα) που μαζί με τον «φυτευτό» πατέρα του (Τίμοθι Ολιφαντ) αλλάζει διαρκώς πόλεις. Η ριζική αλλαγή στη ζωή του όμως θα γίνει όταν αισθανθεί το σκίρτημα του έρωτα, όπως ακριβώς συμβαίνει με τον βρικόλακα και την κοπέλα στο «Λυκόφως». Εν ολίγοις, μια ταινία για μπόλικο ποπκόρν και λίγη σκέψη.
Βαθμολογία: 1
Προβάλλεται επίσης το συμπαθέστατο γαλλικό ντοκυμαντέρ «Babies» του Τομά Μπαλμέ, που παρακολουθεί έναν χρόνο από τη ζωή τεσσάρων βρεφών από τέσσερις διαφορετικές χώρες (Μογγολία, ΗΠΑ, Νιγηρία, Ιαπωνία). Ανθρώπινο και υπεραισιόδοξο ντοκυμαντέρ, το οποίο, θες δεν θες, σε σκλαβώνει.
Βαθμολογία: 3
5: εξαιρετική, 4: πολύ καλή, 3: καλή, 2: ενδιαφέρουσα, 1: μέτρια, 0: απαράδεκτη
tovima
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου