Mπήκε στο βαγόνι και άρχισε το γνωστό τροπάρι: «Συγγνώμη, να σας κάνω μια ερώτηση;». Όταν τον έβλεπαν τον απέρριπταν αμέσως, γιατί καταλάβαιναν ποιά θα ήταν η ερώτηση. Και είτε τους περίσσευαν ψιλά είτε όχι, δεν είχαν καμία διάθεση να τα δώσουν σε αυτόν...
Ένας στους -πολλούς- τόσους του έδινε, αλλά και αυτός συνήθως πριν τον αφήσει καν να προχωρήσει στην ερώτηση.
Ένας στους -πολλούς- τόσους του έδινε, αλλά και αυτός συνήθως πριν τον αφήσει καν να προχωρήσει στην ερώτηση.
Κατάλαβε τότε ότι έπρεπε να το πάρει αλλιώς. Πήγε σπίτι, ανάγκασε την μάνα του να του ανοίξει, πλύθηκε, λούστηκε, ξυρίστηκε, έβαλε καθαρά ρούχα και επέστρεψε στους σταθμούς και τα βαγόνια. «Συγγνώμη, να σας δώσω μια απάντηση;» άρχισε να ρωτά, και νά που τα αυτιά που ως τώρα ήταν κλειστά άνοιξαν, νά που η άμεση απόρριψη μετατρεπόταν σε άμεσο ενδιαφέρον.
Τα νέα κυκλοφόρησαν αστραπιαία. Κάποιος τα τουίταρε, πάμπολλοι τα ριτουίταραν, τσίμπησαν και τα υπόλοιπα μίντια, τόσο τα σόσιαλ όσο και τα σοσιαλιστικά. Ανάμεσα μας κυκλοφορούσε ένας άνθρωπος που προσέφερε απαντήσεις. Μπορούσες να του κάνεις ό,τι είδους ερώτηση ήθελες. Δεν θα υπεξέφευγε («Υπάρχει Θεός;», τον ρώτησε ένας τριαντάχρονος. «Υπήρχε παλιά και θα ξαναϋπάρξει στο μέλλον. Αλλά τώρα όχι. Δεν υπάρχει». «Γιατί έπαψε να μου τηλεφωνεί το παιδί μου;», τον ρώτησε μια εβδομηντάχρονη. «Επειδή έτσι συνδυάζει την ηδονή της ελευθερίας με την ηδονή της ενοχής». «Ποιά είναι η πιο ωραία γεύση παγωτό στον κόσμο;», τον ρώτησε ένας δεκάχρονος. «Το σορμπέ λεμόνι». «Γιατί το ουίσκι έχει τόσο διαφορετική γεύση μέσα από τα χείλια της;», τον ρώτησε ένας εικοσιπεντάχρονος. «Επειδή το ποτό πρέπει να φιλιέται και το φιλί να πίνεται». «Θα ξαναβρώ γρήγορα δουλειά;», τον ρώτησε ένας άνεργος. «Αν σου κάνει η μαύρη, ναι». «Υπάρχουν φορές που σκέφτομαι να πέσω απ' το μπαλκόνι. Θα το κάνω;», τον ρώτησε μία με φόβο στη φωνή. «Όχι. Γιατί τότε θα το κάνω κι εγώ». «Υπάρχουν φορές που επί ώρες δεν κάνω τίποτε άλλο απ' το να κοιτάω τον τοίχο του σαλονιού. Γιατί;», τον ρώτησε ένας με θλίψη στη φωνή. «Επειδή έτσι είναι η φύση σου. Ή επειδή έτσι έγινες στην πορεία. Ή επειδή αν δεν υπήρχαν ιδιοσυγκρασίες σαν τη δική σου, τους τοίχους δεν θα τους πρόσεχε ποτέ κανείς». «Θα σοβαρευτώ ποτέ;», τον ρώτησε μία με γέλια στη φωνή. «Ναι, βέβαια. Και όχι βέβαια». «Θα ευτυχήσω ποτέ;», τον ρώτησε ένας με λυγμούς στη φωνή. «Όταν πάψεις να ψάχνεις ανθρώπους που σου μοιάζουν». «Με ποιό δικαίωμα νομίζεις ότι έχεις μια απάντηση για όλα;», τον ρώτησε ένας με βάρος στη φωνή. «Με αυτό της ελαφρότητας»).
Όσο αιφνίδια ξεκίνησε, τόσο αιφνίδια σταμάτησε. Λίγες μέρες μετά, στη μέση ενός βαγονιού που πήγαινε προς αεροδρόμιο, διευκρίνισε ότι η επόμενη είναι η τελευταία ερώτηση που θα δεχθεί. Έπειτα θα ξανάμενε άπλυτος, άλουστος, αξύριστος και θα επέστρεφε στις τάξεις των ζωντανών σκουπιδιών αυτής της πόλης. («Μα γιατί;», τον ρώτησε ένας με γραβάτα στη φωνή. «Επειδή θα με αναζητήσετε»).
Και πράγματι άρχισαν σύντομα να τον αναζητούν. Πολλοί από τους κανονικούς, όταν πια έβλεπαν σκουπίδια, αντί να αποφεύγουν το βλέμμα και να επιταχύνουν το βήμα, τα πλησίαζαν και προσπαθούσαν να τους πιάσουν κουβέντα: «Συγγνώμη, να σας κάνω μια ερώτηση;». Εκείνα τους απέρριπταν αμέσως, γιατί καταλάβαιναν ποιά θα ήταν η ερώτηση. Και είτε τους περίσσευαν απαντήσεις είτε όχι, δεν είχαν καμία διάθεση να τις δώσουν σε αυτούς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου