Κυριακή 27 Μαρτίου 2011

Η σιωπή της κηδείας

του Δημήτρη Καμπουράκη


Ας ξεκινήσω αισιόδοξα. Πήγα χθές σε μια κηδεία. Σ’ ένα χωριό, απ’ αυτά που ο νεκρός περνά την τελευταία νύχτα στο σπίτι του κι όχι στο ψυγείο του νεκροθάφτη επειδή ο κανονισμός της πολυκατοικίας απαγορεύει τέτοιες «βαρβαρότητες». Μέσα στη σάλα, πάνω από το ανοιχτό φέρετρο κλαίγανε οι γυναίκες. Έξω στην αυλή είχαν καθίσει οι άνδρες κι έπιναν ελληνικό καφέ. Έκατσα κι εγώ μαζί τους. Οι άνθρωποι με κοίταξαν περίεργα. Ένας Θεός ξέρει τι σκεπτόντουσαν καθώς με παρατηρούσαν να ρουφάω το καϊμάκι του σκέτου ελληνικού που κατέφθασε αμέσως και να δαγκώνω το παξιμαδάκι, προσέχοντας να μην δημιουργώ περιττούς θορύβους με τα χείλη ή τα δόντια μου. Τους κοίταζα κι εγώ σιωπηλός...


Η σιωπή της κηδείας είναι πολύ χαρακτηριστική και η βεβήλωσή της εύκολη υπόθεση. Οι ομιλίες των παρευρισκομένων πρέπει να αχνοπατούν προσεκτικά πάνω απ’ αυτή τη σιωπή, όχι να την καταργούν ή να τη θρυμματίζουν. Τα «ζωή σ’ εσάς» και τα «να ζήσετε να τον θυμάστε», πρέπει να εκφέρονται μ’ ένα είδος συστολής, αφού μέχρι να φύγει οριστικά ο νεκρός από το σπίτι του κυριαρχεί η απώλεια και όχι η προοπτική. Οι μετακινήσεις επίπλων, καρεκλών, τραπεζιών, δίσκων, φλιτζανιών δημιουργούν ήχους απόλυτα συμβατούς με το ύφος της τελετής. Υποδηλώνουν την καλύτερη τακτοποίηση των επισκεπτών του νεκρού μέσα στον χώρο του και εμπεριέχουν υπογείως μια υπενθύμιση της φιλοξενίας που προσέφερε ο εκλειπών όσο ήταν εν ζωή. Αναφορές στην ηλικία τού νεκρού, στις λεπτομέρειες της αρρώστιας που τον έστειλε, σε πράγματα που έκανε ή είπε κατά τη διάρκεια της ζωής του, σε στοιχεία του χαρακτήρα του ή σε συνήθειες του, όχι μόνο επιτρέπονται αλλά επιβάλλονται. Σπάνε την αμηχανία και βοηθούν να περάσει η ώρα, αφού αποτελούν ένα είδος αυθόρμητου μνημόσυνου που γίνεται επιτοπίως από γείτονες, φίλους και συγγενείς.

Πολιτικές ή γενικότερες συζητήσεις καλόν είναι να αποφεύγονται. Αλλά ακόμα κι αν ξεκινήσει κάποια τέτοια αναφορά, η αντιπαράθεση επιχειρημάτων είναι ανεπίτρεπτη. Το πιο σωστό είναι, μετά από δυο τρεις κουβέντες να διακοπεί απότομα η κουβέντα μ’ έναν αναστεναγμό ή ένα μοιρολατρικό κούνημα κεφαλιού. Αυτό αποτελεί δείγμα ότι η ομήγυρης θεωρεί απολύτως επουσιώδη τέτοια ζητήματα μπροστά στο μέγα μυστήριο της ζωής και της κατάληξης της. Ακόμα κι ένα χαμηλής πτήσης γέλιο που ίσως ακουστεί από το βάθος της αυλής μπορεί να συγχωρεθεί, αρκεί να εκληφθεί ως μία εσωτερική ανάγκη στιγμιαίας εκτόνωσης από το υπεριπτάμενο άγος του θανάτου. Ως εκεί όμως. Παρά τις δευτερολεπτικές επαναστάσεις του ενστίκτου ανθρώπινης αυτοσυντήρησης, η σιωπή της κηδείας πρέπει να διατηρήσει  τη συνέχεια και τη συνοχή της. Οι βεβηλώσεις αποτελούν ύβρη προς το νεκρό και δεν συγχωρούνται.

Θα τελειώσω αισιόδοξα. Χθες πήγα σε μια κηδεία. Ο Κυριάκος ήταν οπλουργός και  σιδεράς. Επισκεύαζε όπλα κι έφτιαχνε κάγκελα για τους φράχτες, μεταλλικά αντικείμενα καθημερινής χρήσεως, πόρτες, παράθυρα, σιδερένια παλούκια για τις κατσίκες, μαχαίρια και δρεπάνια. Είχε ένα πρωτόγονο φυσερό στο εργαστήρι του. Είχε μαύρα νύχια και μια χρυσή καρδιά. Έφυγε πλήρης ημερών μέσα από το σπίτι του. Τον συναπόβγαλαν η γυναίκα, τα παιδιά και τα εγγόνια του. Μα το πιο σοβαρό απ’ όλα ήταν ότι η σιωπή της κηδείας του δεν βεβηλώθηκε ούτε στιγμή. Όλα έγιναν με τον δέοντα σεβασμό, όπως άξιζε στην αξιοπρεπέστατη ζωή του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...
Προσαρμοσμένη αναζήτηση