Ένα εξαιρετικό και εμπεριστατωμένο κείμενο του Umit Çırak για την πολιτική και οικονομική κατάσταση στην Τουρκία.
Τη μετάφραση έκανε η Μαριάννα Ξ.
Μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα της 12ης Σεπτεμβρίου 1980, δύο βασικές διαδικασίες έχουν διαμορφώσει τις πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις στην Τουρκία: η ανάπτυξη του τουρκικού καπιταλισμού προς την κατεύθυνση της μεγαλύτερης ολοκλήρωσης στα πλαίσια του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού, και η όξυνση του κουρδικού εθνικού ζητήματος...
Αυτά τα δύο φαινόμενα, φυσικά, υπήρχαν πολύ πριν από το 1980. Η τουρκική οικονομία αναπτύχθηκε προς μία προσανατολισμένη στις εξαγωγές βιομηχανία, η οποία αποτελούσε διέξοδο για τους ανθρώπους της πυκνοκατοικημένης Ανατολίας. Παράλληλα, μετά τις μεγάλες κουρδικές εξεγέρσεις, ιδίως την εξέγερση Sheikh Said[1] το 1925, που υποστηρίχθηκαν από παραδοσιακές κουρδικές κοινωνικές δυνάμεις ενάντια στη [τότε] νέα συγκεντρωτική Τουρκική Δημοκρατία, η οποία απέρριπτε την εθνική ποικιλομορφία στο έδαφός της, ένα κουρδικό εθνικό κίνημα αναδείχθηκε κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970 που βασίστηκε στους κούρδους φοιτητές που προέρχονταν από την τουρκική αριστερά. Παρόλ’ αυτά ένα ουσιαστικό στοιχείο της περιόδου αυτής έχει εξαφανιστεί: το εργατικό και φοιτητικό κίνημα είχαν συνθλιβεί από το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1980. Η βίαιη καταστολή που ακολούθησε άνοιξε το δρόμο για μια νεοφιλελεύθερη μεταρρύθμιση της κοινωνίας.
Οι δύο κινητήριες δυναμικές
1. Μια εξαγωγική οικονομία στηριγμένη στον παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό.
Η ένταξη του Τουρκικού καπιταλισμού στην παγκόσμια οικονομία δεν είναι κάτι καινούργιο, αλλά έχει ιδιαίτερα ενταθεί κατά τα τελευταία τριάντα χρόνια. Από την αρχή της δεκαετίας του 1980 ο τουρκικός καπιταλισμός βασίζεται όλο και περισσότερο στις εξαγωγές και όχι στην εγχώρια αγορά. Η κατεύθυνση αυτή ενθαρρύνθηκε ιδιαίτερα από τις νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις υπό την ηγεσία του Τουργκούτ Οζάλ, των οποίων η πολιτική είχε στόχο την ένταξη της Τουρκίας στον παγκόσμιο καπιταλισμό με έλεγχο των εισαγωγών και, πάνω απ ‘όλα, με μετατροπή της Τουρκίας σε ανταγωνιστική εξαγωγική χώρα στη διεθνή αγορά. Έτσι, η Τουρκία εξήγαγε εμπορεύματα αξίας 3 δισεκατομμύριων δολαρίων το 1980, έναντι 132 δισεκατομμυρίων δολαρίων το 2008. Η αύξηση αυτή δεν ήταν γραμμική, οι τουρκικές εξαγωγές ήταν ακόμα «μόνο» 28 δισεκατομμύρια δολάρια το 2000, αλλά αυξήθηκαν απότομα μεταξύ του 2001 και 2005. Το φαινόμενο αυτό πάει χέρι-χέρι με την αυξημένη εκβιομηχάνιση, σχεδιασμένη κυρίως για την Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.) και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Το ποσοστό των βιομηχανικών προϊόντων, κυρίως κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων και ειδών αυτοκινήτου, στις εξαγωγές αυξήθηκε από 10% στο 92% την ίδια περίοδο, με την εμφάνιση νέων βιομηχανικών περιοχών στην Ανατολία σε πόλεις όπως η Μερσίνα, το Ικόνιο, την Καισάρεια, το Denizli και με την εμφάνιση πολλών μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων και μιας επαρχιακής βιομηχανικής αστικής τάξης. Αυτή η εξέλιξη έχει επιταχυνθεί μετά το 2002 και τον ερχομό στην εξουσία του ΑΚΡ (Adalet ve Kalkinma Partisi, το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, που ιδρύθηκε τον Αύγουστο του 2001), κυρίως με το τριετές στρατηγικό πλάνο για τις εξαγωγές και τη μεταρρύθμιση της νομοθεσίας για τις εργασιακές σχέσεις.Ο Τουρκικός καπιταλισμός έγινε έτσι, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 2000, κυρίαρχος σε περιφερειακό επίπεδο και ικανός να επιτύχει πρωτοφανή επίπεδα συσσώρευσης. Με ένα ανορθόδοξο, αλλά αποτελεσματικό τρόπο, η Κωνσταντινούπολη έχει γίνει η τέταρτη μεγαλύτερη πόλη του κόσμου σε αριθμό δισεκατομμυριούχων -είκοσι οκτώ!-μετά από τη Νέα Υόρκη, τη Μόσχα και το Λονδίνο.
2. Ένα ακόμη άλυτο εθνικό ζήτημα.
Από τις πολλές κουρδικές οργανώσεις που δημιουργήθηκαν στο τέλος της δεκαετίας του 1970, μόνο το PKK (Partiya karkerên Kurdistan, που ιδρύθηκε το 1978 από κούρδους αριστερούς φοιτητές) παίζει σημαντικό ρόλο και μπορεί να ισχυρίζεται ότι αποτελεί το πολιτικό κίνημα των Κούρδων στη νοτιοανατολική Τουρκία. Μετά από μερικά δύσκολα πρώτα χρόνια, το PKK πέτυχε να διατηρήσει την οργάνωσή του στη διάρκεια της δικτατορίας, κατακτώντας μια ευρεία κοινωνική βάση και προσελκύοντας πολλούς ακτιβιστές, ιδίως λόγω του ρατσισμού του κράτους και της ακραίας σκληρότητας της καταστολής εναντίον του μεγαλύτερου μέρους του κουρδικού πληθυσμού στη νοτιοανατολική Τουρκία. Οι συγκρούσεις μεταξύ του ΡΚΚ και του τουρκικού στρατού και των συμμάχων του -οι κουρδικές επαρχιακές πολιτοφυλακές (korucu) και η κουρδική Χεζμπολάχ, μια υπερ-σεκταριστική και βίαια θρησκευτική ομάδα, διαιρεμένη σε δύο αντίπαλες παρατάξεις, τις Menzil και Ilim- είχαν μετατραπεί σε ένα πραγματικό εμφύλιο πόλεμο και η σκηνή των επιχειρήσεων βρισκόταν στο τουρκικό Κουρδιστάν (στα νοτιοανατολικά του τουρκικού κράτους), αλλά περιστασιακά και τις μεγάλες πόλεις της χώρας. Αυτές οι συγκρούσεις έφθασαν στο αποκορύφωμά τους μεταξύ 1995 και 1996, μια περίοδο κατά την οποία τα όργανα ασφαλείας (ο στρατός αλλά και οι μυστικές υπηρεσίες) χρησιμοποίησαν επιμελώς την αυτονομία τους είτε μέσω της «κατάστασης έκτακτης ανάγκης» στο τουρκικό Κουρδιστάν, είτε μέσω των μονάδων Jitem (μυστικές μονάδες αστυνομίας υπεύθυνες για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας).
Έτσι, το «κουρδικό ζήτημα» υποβιβαζόταν σε ένα «απλό» στρατιωτικό θέμα, ενώ ο πλουραλιστικός χαρακτήρας της Τουρκίας απορρίπτονταν προς όφελος του τρίπτυχου «σημαία, γλώσσα, έθνος». Οι θάνατοι πολλών στρατιωτών κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων μεταξύ στρατού και PKK ενίσχυσαν τον κουρδικό εθνικισμό, ενώ οι στρατιωτικές τελετές και οι κηδείες των στρατιωτών ήταν μια ευκαιρία για διαδηλώσεις των τουρκικών υπερεθνικιστικών δυνάμεων.
Σήμερα, ο Αμπντουλάχ Οτσαλάν (ο «Άπο», ένας από τους ιδρυτές του PKK, που συνελήφθη στην Κένυα από τις τουρκικές μυστικές υπηρεσίες το 1999 και καταδικάστηκε σε θάνατο τον Ιούνιο του 1999, αν και αυτό στη συνέχεια μετατράπηκε σε ισόβια κάθειρξη), ο ιστορικός ηγέτης του PKK και το αντικείμενο μιας ισχυρής προσωπολατρείας, παραμένει το κέντρο βάρους του κουρδικού κινήματος παρά την κρίση που υπέστη το κίνημα μετά τη σύλληψή του. Είναι η κύρια, αν όχι η μοναδική πηγή νομιμότητας για τη συντριπτική πλειοψηφία των Κούρδων της χώρας, ιδίως μεταξύ των νέων, οι οποίοι είναι κατά κύριο λόγο οπαδοί του «Άπο» και κατά δεύτερο λόγο οι υποστηρικτές του BDP (Barış ve Demokrasi Partisi, Κόμμα της Ειρήνης και της Δημοκρατίας, που ιδρύθηκε το 2008, όταν το προηγούμενο επίσημο κουρδικό κόμμα, το DIP, τέθηκε εκτός νόμου). Η κρίση που έχει υποστεί το ΡΚΚ μετά τη σύλληψη του Οτσαλάν δεν έχει σε καμία περίπτωση τελειώσει ακόμα.
Έτσι, το πρόγραμμα του ΑΚΡ για «δημοκρατικό άνοιγμα», με το οποίο προσπάθησε να κάνει αλλαγές σε σχέση με το κουρδικό ζήτημα, που είχε γίνει αφόρητο, αποφεύγοντας παράλληλα το διάλογο με το PKK, απέτυχε ακριβώς λόγω της εξαιρετικά αποφασιστικής και σκληρής αντίδρασης της οργάνωσης, που δεν είχε σκοπό να μείνει με τον τρόπο αυτό στο περιθώριο. Οι συγκρούσεις αυτές, που είχαν ως αποτέλεσμα το θάνατο Κούρδων μαχητών και αμάχων, απο τη μία, και τούρκων στρατιωτών από την άλλη, έστρεψε την πολιτική προς την κατεύθυνση των εθνοτήτων της Τουρκίας. Περαιτέρω αποδεικτικό στοιχείο απετέλεσε η επιτυχία του μποϊκοτάζ του συνταγματικού δημοψηφίσματος που διοργάνωσε το BDP στο τουρκικό Κουρδιστάν στα πλαίσια της εκστρατείας του για «δημοκρατική αυτοδιοίκηση» (ένα σχεδόν ομοσπονδιακό μοντέλο). Αυτά τα δύο υποδεικνύουν ότι είναι οριστικά αδύνατο να υπάρξει μια πολιτική διευθέτηση του ζητήματος αν αποκλειστεί το κύριο συστατικό του κουρδικού κινήματος [το PKK]. Η λύση αυτή είχε προωθηθεί από τους πιο σημαντικούς πολιτικούς εκφραστές της αστικής τάξης, όπως η κυβέρνηση Οζάλ το 1993, πριν από τη στρατιωτική κλιμάκωση της δεκαετίας του 1990, ώστε να ενισχύθει ο τουρκικός καπιταλισμός.
Η σημασία της κυβέρνησης του ΑΚΡ
Οι συζητήσεις με στόχο τον πολιτικό και κοινωνικό χαρακτηρισμό του κόμματος ΑΚΡ που βρίσκεται στην εξουσία από το 2002 συγχέονται από το χαρακτηρισμό του ως «ισλαμιστικό», από ορισμένες από τις πρωτοβουλίες του κόμματος για «άνοιγμα» και από το ζήτημα της «κοινωνικής βάσης» του.Το επίθετο «ισλαμιστικό», συχνά συνοδευόμενο από τη λέξη «μετριοπαθές», είναι ίσως το πιο προβληματικό όσον αφορά το ΑΚΡ, επειδή αυτή η κατηγορία δεν σημαίνει τίποτα άλλο από τη χρήση ενός συγκεκριμένου θρησκευτικού λεξιλογίου, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το πραγματικό κοινωνικό περιεχόμενο και το πολιτικό σχέδιο που χαρακτηρίζουν το κόμμα. Αναμφίβολα, από τη μία πλευρά, το ΑΚΡ προέρχεται από το ρεύμα του Milli Görüs (Εθνικό Όραμα), το κύριο ρεύμα που έδωσε στις θρησκευτικές αναφορές κεντρική θέση στην ομιλία και το λόγο του, ενώ από την άλλη πλευρά, το AKP έχει «μετριάσει» την αναφορά αυτή υπό την έννοια ότι είναι λιγότερο έντονη -με την αποδοχή της αρχής της «κοσμικότητας» (η Τουρκική «κοσμικότητα» αναφέρεται πολύ περισσότερο στον έλεγχο των θρησκευτικών ιδρυμάτων από το κράτος από ό,τι στο διαχωρισμό, και έτσι η Διεύθυνση Θρησκευτικών Υποθέσεων είναι ένας κρατικός φορέας, ενώ οι ιμάμηδες συνήθως εκπαιδεύονται στα δημόσια σχολεία και αμοίβονται απο το κράτος) και την άποψη ότι η θρησκεία δεν θεωρείται ως πηγή της πολιτικής νομιμοποίησης. Ωστόσο, οι διαπιστώσεις αυτές δεν μας δείχνουν κάτι σχετικά με το ταξικό χαρακτήρα του ΑΚΡ. Παρόλο που η εκλογική βάση του είναι αναμφίβολα λαϊκή, που του επιτρέπει να συγκεντρώνει την απόλυτη πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο, το ΑΚΡ βρίσκεται σταθερά στο πλαίσιο των αστικών συμφερόντων.
Είναι δυνατό να διακριθούν, σχηματικά, τρεις πτέρυγες της αστικής τάξης:
1. Η συντηρητική-εθνικιστική μικροαστική τάξη: τεχνίτες και μικροί εργοδότες της Ανατολίας και των αστικών περιοχών -οι περισσότεροι μεγαλοεργοδότες προέρχονται, πρόσφατα, από αυτή την μικροαστική τάξη- αποτελούν τη σπονδυλική στήλη του «μουσουλμανικού» κεφαλαίου, καθώς επίσης χαμηλόβαθμοι δημόσιοι υπάλληλοι, γαιοκτήμονες και ούτω καθεξής. Η ιδεολογία τους είναι ουσιαστικά η υπεράσπιση του μικρού κεφαλαίου -που έρχεται αντιμέτωπο με τις αναταραχές του παγκόσμιου καπιταλισμού- και η ηθική του συντηρητισμού και του εθνικισμού. Αποτελεί παραδοσιακά τη βάση των κοινοβουλευτικών συντηρητικών κομμάτων ή του πολιτικού Ισλάμ και μοιράζεται εκλογικά μεταξύ του κυβερνώντος κόμματος (ΑΚΡ), υπερεθνικιστικών σχηματισμών (MHP, Milliyetci Hareket Partisi, το Κόμμα Εθνικιστικής Κίνησης) ή ισλαμικών κομμάτων εκτός του ΑΚΡ (Saadet Partisi, το Κόμμα της Ευδαιμονίας). Ωστόσο, ένα μέρος αυτής της μικροαστικής τάξης έχει ενταχθεί στη στρατηγική των εξαγωγών και έχει ωφεληθεί από αυτήν, άμεσα ή έμμεσα. Έχει συσσωρεύσει αρκετά κεφάλαια για να καθοδηγεί μεγάλες μικρομεσαίες επιχειρήσεις, που είναι οι κινητήριες δυνάμεις του καπιταλισμού στις μεγαλουπόλεις και πολλές βιομηχανικές πόλεις της Ανατολίας. Αυτή η πρώην μικροαστική τάξη στο σύνολό της είναι η πιο πιστή βάση του ΑΚΡ.
2. Η «φιλελεύθερη» αστική τάξη -η μεγάλη αστική τάξη ενταγμένη στον παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό, οι επικεφαλής των επιχειρήσεων, η πνευματική και ακαδημαϊκή ελίτ, υποστηρίζουν παρά τις εντάσεις το ΑΚΡ απουσία αξιόπιστης «φιλελεύθερης» πολιτικής εναλλακτικής λύσης. Οι φιλοδοξίες τους είναι ο μετασχηματισμός της κοινωνίας σε νεοφιλελεύθερη κατεύθυνση, που θα επιτρέψει την περαιτέρω ενσωμάτωσή τους στον παγκόσμιο καπιταλισμό, εκμεταλλευόμενοι τα πλεονεκτήματα της χώρας (τον βιομηχανικό ιστό, τις βασικές υποδομές, το εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό με σχετικά χαμηλό κόστος). Από αυτή την άποψη, η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, συμπεριλαμβανομένων των δημοκρατικών μετασχηματισμών που αυτή συνεπάγεται, προηγείται οποιοδήποτε άλλου σχεδίου για αυτήν τη «φιλελεύθερη» αστική τάξη, ενώ αόριστα ταυτίζεται με μια καλύτερης ποιότητας ζωή. Η δύναμη του ΑΚΡ προέρχεται από την ικανότητά του να ενώνει, με την άνοδό του στην εξουσία, τη συντηρητική μικροαστική τάξη με τη «φιλελεύθερη» αστική τάξη. Τα εισαγωγικά εδώ είναι μόνο για να τονίστει η εξαιρετικά αμφιλεγόμενη φύση αυτού του «φιλελευθερισμού». Η αστική τάξη αναδύθηκε με την πάροδο των δεκαετιών, όχι εις βάρος της υφιστάμενης πολιτικής εξουσίας (όπως στη Γαλλία ή η Βρετανία), αλλά εντελώς στη σκιά της. Στα πλαίσια του καθεστώτος που εγκαθίδρυσε ο Μουσταφά Κεμάλ, οι πρώτες μεγάλες βιομηχανικές περιουσίες δημιουργήθηκαν στη σκιά του νέου κράτους και στην επιθυμία του να δημιουργήσει μια αστική τάξη που ήταν «βιομηχανική, Τουρκική και Μουσουλμανική», ενάντια στην εβραϊκή και χριστιανική εμπορική αστική τάξη (παρά τις βαρύγδουπες δηλώσεις σχετικά με τον κοσμικό χαρακτήρα του νέου καθεστώτος) .
Η τάση για πολιτικό φιλελευθερισμό της τουρκικής μεγαλοαστικής τάξης ήταν σε γενικές γραμμές περιορισμένες. Αντιμέτωπη με την εμφάνιση των κοινωνικών κινημάτων διαμαρτυρίας κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970, γρήγορα οχηρώθηκε πίσω από στρατό και την κρατική καταστολή. Έτσι, το TÜSIAD (Σύνδεσμος Επιχειρηματιών και Βιομηχάνων της Τουρκίας), μία από τις κύριες οργανώσεις των μεγάλων επιχειρήσεων, υποστήριξε σθεναρά το πραξικόπημα του 1980. Σήμερα, η ίδια οργάνωση των εργοδοτών, που εξακολουθεί να εκπροσωπεί τη μεγάλη αστική τάξη, υπερασπίζεται την ευρωπαϊκή προοπτική και, στο πλαίσιο αυτό, τα πολιτισμικά δικαιώματα των Κούρδων (όπως η χρήση της μητρικής τους γλώσσας στην εκπαίδευση). Πράγματι, στην παρούσα φάση του καπιταλισμού και ελλείψει μιας πραγματικής κοινωνικής και πολιτικής αντίστασης, αυτή η αστική τάξη υπερασπίζεται τις πολιτικές αλλαγές της «φιλελευθεροποίησης» του καθεστώτος, προκειμένου να επιλυθούν τα ζητήματα που, κατά τη γνώμη της, μπορεί «να εξασθενήσουν την Τουρκία» (δηλαδή τον τουρκικό καπιταλισμό), και ιδίως το κουρδικό εθνικό ζήτημα. Είναι, στην ουσία, μια επιθυμία για κοινοβουλευτική δημοκρατία με μια μορφή ομοσπονδίας, η οποία δεν βρίσκει ωστόσο καμία σημαντική πολιτική διέξοδο.
3. Η μεσαία αστική τάξη και η κρατικιστική, μιλιταριστική και εθνικιστική αστική τάξη: οι υψηλόβαθμοι και μεσαίοι δημοσίοι υπάλληλοι, οι δικαστές, μερικές «φιλελεύθερες» επαγγελματικές ομάδες, όπως οι δικηγόροι ή οι πανεπιστημιακοί «διανοούμενοι» και ιδιαίτερα το στρατιωτικό προσωπικό (οι αξιωματικοί και το στρατιωτικό προσωπικό), οι οποίοι αποτελούν τη ραχοκοκαλιά των υπερασπιστών του «Κεμαλισμού». Θα πρέπει να προστεθεί σε αυτόν τον ανεξάντλητο κατάλογο μια στρατιωτική αστική τάξη, η οποία δεν αναπτύχθηκε μόνο στη σκιά του κράτους, αλλά οφείλει την ύπαρξή της στις πολύ σημαντικές στρατιωτικές χρηματοδοτήσεις. Το έργο του ακαδημαϊκού Ismet Akça (βλ. Ismet Akça: Στρατιωτική και οικονομική διαστρωμάτωση της Τουρκίας -παρούσα κατάσταση, προβλήματα και λύσεις, TESEV, Ιούλιος 2010) έχει παρουσιάσει ιδιαίτερα καλά τη «συλλογική καπιταλιστική» φύση του στρατιωτικού κατεστημένου. Η ηγεσία του τουρκικού στρατού δεν αποτελεί μόνο την ένοπλη γροθιά του κεφαλαίου, αλλά είναι η ίδια καπιταλιστής, είτε μέσω των άμεσων οικονομικών επένδυσεων του στρατού, των δραστηριοτήτων των ιδρυμάτων που συνδέονται με αυτόν ή ευρύτερα με τον στρατιωτικό-βιομηχανικό τομέα, που υπάρχει χάρη στις στρατιωτικές συμβάσεις και χρησιμοποιεί συνταξιούχους αξιωματικούς και τις οικογενειές τους.
Η επιτυχία
και τα αδιέξοδα του δημοψηφίσματος
Η θέση του ΑΚΡ, καθώς και τα ειδικά χαρακτηριστικά του σχεδίου του για αλλαγή του συντάγματος μπορεί να γίνει κατανοητή μέσα από τις σχέσεις του με αυτές τις τρεις πτέρυγες της αστικής τάξης. Η διατήρηση ενός μεγάλου αριθμού των παλαιών συνταγματικών διατάξεων που ταιριάζουν στη συντηρητική εθνικιστική μικροαστική τάξη (o ενιαίος χαρακτήρας του κράτους και η έλλειψη αναφοράς στην εθνική ποικιλομορφία), οι προτάσεις για πολιτική φιλελευθεροποίηση είναι τυπικές και περιορισμένες (μείωση των εξουσιών των στρατιωτικών δικαστηρίων) και, πάνω απ’ όλα, ο έλεγχος των δικαστικών κύκλων που βρίσκονταν κοντά στην τρίτη πτέρυγα της αστικής τάξης και ήταν εχθρικοί προς το ΑΚΡ. Έχει, επομένως, χρησιμοποιήσει τη δεσπόζουσα πολιτική θέση του πολύ λογικά για να εδραιώσει τη θέση του και να ισχυροποιηθεί σε σχέση με τις πτέρυγες της αστικής τάξης που είναι εχθρικές προς αυτό, υιοθετώντας ένα πρόγραμμα περιορισμένης «κοινοβουλευτικής δημοκρατίας», παρά τις όποιες επικρίσεις ενός ορισμένου αριθμού φιλελευθέρων και τις μετωπικές αντιδράσεις, αν και καταδικασμένες σε αποτυχία, της κρατικιστικής αστικής τάξης. Θα πρέπει βεβαίως να σημειωθεί ότι αυτές οι εντάσεις περιορίζονται αυστηρά εντός των ορίων του καπιταλισμού. Έτσι, φαίνεται ότι το «νέο» Σύνταγμα του ΑΚΡ είναι η προσαρμογή στα καινούργια δεδομένα των σχέσεων ανάμεσα στις αστικές πτέρυγες του τουρκικού καπιταλισμού που διαμορφώθηκαν στη μακρά διαδικασία νεοφιλελεύθερου μετασχηματισμού της κοινωνίας που προωθήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1980 στην Τουρκία και ξεκίνησε από τον Τουργκούτ Οζάλ.Εν όψει αυτού του σχεδίου έχουν εμφανιστεί διάφορα μέτωπα αντίδρασης:
- το νεοφιλελεύθερο «όχι», με κυρίως το TÜSİAD που εκπροσωπεί το μεγάλο κεφάλαιο και βρίσκει αυτό το σχέδιο πολύ μακριά από τον αστικό κοινοβουλευτισμό.
- Το υπερεθνικιστικό «όχι» του MHP. Προσπαθώντας να διαφοροποιηθεί, η άκρα δεξιά καταγγέλλει τη γενική πολιτική του ΑΚΡ, πιστεύοντας ότι το τελευταίο κάνει πάρα πολλές παραχωρήσεις στους Κούρδους (στην προσπάθειά του για «δημοκρατικό άνοιγμα»), ακόμη και αν δεν υπάρχει πρόβλεψη για τα δικαιώματα των Κούρδων στο προσχέδιο του συντάγματος. Ισοδυναμεί επομένως με μια αντιδραστική αντιπολίτευση.
- Το αμφιλεγόμενο «όχι» του κύριου κοινοβουλευτικού κόμματος της αντιπολίτευσης, του «κεμαλικού» CHP, που μπερδεύει κάποια αόριστα κοινωνικά θέματα με έναν εθνικιστικό και κρατικίστικο λόγο.
- Αξιοπρόσεκτη είναι η εκστρατεία του «μποϊκοτάζ» που ξεκίνησε από το BDP. Πράγματι, το κουρδικό κίνημα και η ηγεσία του συνειδητοποίησαν ότι αυτό το σχέδιο δεν προσφέρει απολύτως τίποτα στους Κούρδους, κάτι που είναι αναμφισβήτητο, και καλούσαν σε μποϊκοτάζ αντί ενός «όχι» στην ψηφοφορία. Αυτή η τακτική αντικατοπτρίζει το δύσκολο χαρακτήρα του κουρδικού εθνικού ζητήματος. Πράγματι, η πολιτική κατάσταση στο τουρκικό Κουρδιστάν είναι εντελώς διαφορετική από την υπόλοιπη χώρα. Επωφελούμενο από τη μαζική υποστήριξη, το BDP (καθ υπόδειξη του Οτσαλάν) μποϊκόταρε το δημοψήφισμα, και ξεκίνησε εκστρατεία υπέρ της «δημοκρατικής αυτοδιοίκησης» (που σημαίνει κάτι κοντά στο γερμανικό ομοσπονδιακό μοντέλο), ως εναλλακτική λύση. Εάν και το μποϊκοτάζ φαινεται λογικό από την πλευρά του BDP, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η εκστρατεία αυτή υποστηρίχθηκε από λίγες μεμονωμένες οργανώσεις της ριζοσπαστικής αριστεράς, οι οποίες όμως δεν έχουν σοβαρές πιθανότητες να ακουστούν στην υπόλοιπη χώρα. Έτσι, εκτός από το τουρκικό Κουρδιστάν, πρέπει να σημειωθεί ότι η κοινωνική κατάσταση δεν επιτρέπει την επιτυχή χρήση αυτής της τακτικής.
- Διακριτό από αυτές τις διάφορες αντιστάσεις, αν και λιγότερο ηχηρό, είναι ένα ενωτικό«αριστερό όχι», που προωθεί δημοκρατικά και κοινωνικά αιτήματα και στηρίζεται από αρκετά συνδικάτα, επαγγελματικές οργανώσεις και εθνικές πολιτικές οργανώσεις: το ODP (Özgürlük ve Dayanışma party, το Κόμμα Ελευθερίας και Αλληλεγγύης, στα πλαίσια του οποίου δραστηριοποιούνται τα μέλη του τουρκικού τμήματος της Τέταρτης Διεθνούς), το TKP (Κομμουνιστικό Κόμμα της Τουρκίας), το EMEP (Emeğin Partisi, το Εργατικό Κόμμα, πρώην αλβανόφιλοι μαοϊκοί), καθώς και το κίνημα Houses of the People που έχει αντίστοιχη θέση. Οι θέσεις του έχουν επίσης υποστηριχθεί από έναν αριθμό συνδικάτων και συνεταιρισμών. Η επιρροή του είναι περιορισμένη, εξαιτίας της αδυναμίας της αριστεράς στην Τουρκία, αλλά και επειδή αυτή η εκστρατεία ξεκίνησε αργά και δεν υποστηρίχθηκε από αγωνιστικές δομές, όπως τοπικές επιτροπές που θα συμμετείχαν όλοι οι υποστηρικτές του «αριστερού όχι». Αυτοί οι περιορισμοί δουλεύουν ενάντια σε μια δυναμική που γεννήθηκε από τη συνεργασία αυτή, αλλά η ύπαρξή της αποτιμάται ακόμα θετικά και βοηθάει στην αποσαφήνιση της σύγχυσης που προκύπτει από τα «αριστερά ναι».
Έτσι, η άρση της απαγόρευσης των πολιτικών απεργιών και απεργιών αλληλεγγύης, για τις οποίες πολλά έχουν ειπωθεί, έχει μικρή σημασία στο βαθμό που η δυνατότητα «αναβολής» μια απεργίας για λόγους «εθνικής ασφάλειας» έχει διατηρηθεί και στο βαθμό που, σε περίπτωση έλλειψης συμφωνίας, η τελική απόφαση λαμβάνεται από μια επιτροπή διαιτησίας (προφανώς εχθρική απέναντι στους εργαζομένους), της οποίας η απόφαση δεν μπορεί να αμφισβητηθεί (άρθρο 54). Αυτή τη διαδικασία οι κυβερνήσεις, ειδικά αυτή του ΑΚΡ, την έχουν χρησιμοποιήσει επανειλημμένα. Το «κριτικό ναι» ισοδυναμεί με την αναμονή σημαντικών δημοκρατικών πρωτοβουλιών από το κόμμα του Προέδρου Αμπντουλάχ Γκιούλ, ενώ ο τελευταίος έχει δηλώσει σε σχέση με το κουρδικό ζήτημα: «είναι επιβλαβές για τον πόλεμο («ενάντια στην τρομοκρατία») να δίνονται λεπτομέριες αφού ληφθεί μία απόφαση (…). Έχει ήδη τεθεί σε εφαρμογή ένα πρόγραμμα, θα ήταν επιζήμιο να μιλήσουμε για αυτό» και, έτσι, επέκρινε τον αρχηγό του στρατού έμμεσα κατηγορώντας τον ότι μιλάει πάρα πολύ στον Τύπο.
Στο περιοδικό «Yeniyol», ο Masis Kürkçügil χαρακτήρισε το συνταγματικό προσχέδιο ως «χάσιμο στο λαβύρινθο της αστικής πολιτικής», λησμονείται δηλαδή το γεγονός ότι η πραγματική πρόοδος για τους εργαζόμενους μπορεί να προκύψει μόνο από το πραγματικό κίνημα των ίδιων των εργαζομένων, στο βαθμό που μπορούν να αλλάξουν τους συσχετισμούς δύναμης.
Το προσχέδιο του ΑΚΡ εγκρίθηκε με 57,9% «ναι» και ένα ποσοστό συμμετοχής του 73,4%, (σημαντικά χαμηλότερο σε σχέση με τις βουλευτικές εκλογές). Αυτό οφείλεται κυρίως στην επιτυχία της εκστρατείας μποϊκοτάζ του BDP στο τουρκικό Κουρδιστάν, όπου το ποσοστό συμμετοχής έφτασε μόλις το 34,9% στο Ντιγιάρμπακιρ, το 40,7% στο Batman, το 43,7% στο Βαν, 22,5% το Σιρνάκ και μόνο 9% στο Χακάρι. Το «όχι» στην ψηφοφορία επικεντρώθηκε κυρίως στα νησιά του Αιγαίου και τις ακτές της Μεσογείου και της Ανατολικής Θράκης, περιοχές όπου τα ποσοστά του ΑΚΡ είναι παραδοσιακά χαμηλά, καθώς και μερικές άλλες περιοχές, όπου η επιρροή της αριστεράς είναι αξιοσημείωτη (το Dersim κατέχει το ρεκόρ, με ποσοστό ‘όχι’ πάνω από 81%, και στο Εσκί Σεχίρ στην Ανατολία ή το Αρτβίν στη Μαύρη Θάλασσα).
Ο υποδειγματικός αγώνας
των εργαζομένων στην Tekel
Η υιοθέτηση αυτού του Συντάγματος με δημοψήφισμα πραγματοποιήθηκε, ενώ το εργατικό κίνημα ήταν εξαιρετικά αδύναμο, με συνέπεια τον αποκλεισμό του κοινωνικού ζητήματος από την πολιτική ατζέντα και την αδυναμία της κατακερματισμένης αριστεράς να βγει από την απομόνωσή της. Η πολιτική ατζέντα έχει γενικά παγιδευτεί ανάμεσα στην επιτακτική ανάγκη για την «καταπολέμηση της τρομοκρατίας» (το κουρδικό κίνημα) και την άμβλυνση των εντάσεων μεταξύ των διαφόρων πτερύγων της αστικής τάξης.Οι εντάσεις αυτές αντικατοπρίζονται στα μέσα ενημέρωσης με έναν τεχνητό τρόπο, όπως στην περίπτωση της διάλυσης του δικτύου της «Εργκένεκον», η οποία συχνά παρουσιάζεται τόσο στην Τουρκία όσο και στο εξωτερικό ως μια δραματική πάλη ανάμεσα στο ΑΚΡ και τους πραξικοπηματίες του στρατού. Στην πραγματικότητα αυτό σήμαινε μόνο την εξουδετέρωση του πλέον σκληρού πυρήνα της κεμαλικής αντιπολίτευσης, η οποία δεν είναι καθόλου ικανή να πραγματοποιήσει πραξικόπημα κατά του ΑΚΡ.
Το κουρδικό ζήτημα, επίσης, συχνά χρησιμοποιείται για να κατευθύνονται τα νήματα της εθνικής ενότητας και, με τον τρόπο αυτό, αποκλείει κάθε ανατρεπτικό λόγο. Αυτό γίνεται φανερό οσον αφορά στο ζήτημα της μαντήλας, που φορούν γυναίκες σε δημόσια κτήρια (δημόσια πανεπιστήμια και ούτω καθεξής). Λόγω της κάθετης αντίθεσης της κρατικιστικής αστικής τάξης, που γίνεται όλο και πιο νευρική λόγω διαδοχικών ηττών, το «ζήτημα της μαντήλας» επιτρέπει το ΑΚΡ να εμφανίζεται εκ νέου ως ο υπέρμαχος των λαϊκών δικαιωμάτων, ενώ ακολουθεί μια βάρβαρη πολιτική ενάντια στις κινητοποιήσεις των εργαζομένων.
Πράγματι, είναι ακριβώς αυτές οι κινητοποιήσεις που έχουν επαναφέρει τα κοινωνικά προβλήματα στην πολιτική ατζέντα. Τέτοια παραδείγματα είναι η μεγάλη πορεία των ανθρακωρύχων από το Zonguldak στην Άγκυρα το 1991 και ο αγώνας των δημοσίων υπαλλήλων το 1995. Η πιο εντυπωσιακή κινητοποίηση των τελευταίων ετών ήταν αυτή των εργαζομένων στην Tekel (πρώην κρατική εταιρεία οινοπνευματωδών ποτών και προϊόντων καπνού) το 2010, ενάντια στην επιβολή ενός νέου ιδιαίτερα επιζήμιου καθεστώτος μετά την ιδιωτικοποίηση και τη διάλυση της εταιρείας.
Αυτή η τεράστια και με διάρκεια κινητοποίηση, με συνεχή παρουσία στην Άγκυρα για 78 ημέρες, ήταν αποκαλυπτική σε διάφορους τρόπους. Ήταν μια άμεση αντίδραση στο νεοφιλελευθερισμό στην Τουρκία, αλλά, δεδομένου ότι η άνευ προηγουμένου ιδιωτικοποίηση έχει ήδη ολοκληρωθεί, μια πολύ καθυστερημένη αντίδραση η οποία έτσι πήρε το χαρακτήρα ενός αμυντικού αγώνα. Το ΑΚΡ για μια ακόμη φορά έδειξε και πάλι το χαρακτήρα του ως αστικό κόμμα σε αντιπαλότητα με την εργατική τάξη χρησιμοποιώντας τις πιο βίαιες μορφές καταστολής. Τέλος, αυτή η κινητοποίηση ήρθε αντιμέτωπη με τη σιωπή της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας που αντιδρά στην εμφάνιση ενός κινήματος που ριζοσπαστικοποιείται από τη διάρκεια και το εύρος του αγώνα. Οι εργαζόμενοι στην Tekel είχαν να αντιμετωπίσουν όχι μόνο την αστυνομική βία, αλλά και τους πολλούς ελιγμούς της ηγεσίας της Türk-İş, της συνομοσπονδίας των συνδικαλιστικών οργανώσεων, της οποίας μέλος είναι το συνδικάτο τους, στην προσπάθεια να καθοδηγήσει και, συνεπώς, να αποδυναμώσει το κίνημά τους. Η αντίδραση των εργαζομένων στην Tekel, που ο αγώνας τους στηρίχθηκε και από άλλους τομείς, ήταν αποφασιστική και πήρε μια εντελώς ριζοσπαστική στροφή όταν στη συνάντηση της 1ης Μαΐου, όπου ήταν μαζεμένοι οι επικεφαλής των διαφόρων συνομοσπονδιών, εισέβαλαν οι εργαζόμενοι με πρόθεση να πετάξουν έξω τον πρόεδρο της Türk-İş. Η ενέργεια αυτή καταδικάστηκε από όλες τις ηγεσίες των έξι συνομοσπονδιών, συμπεριλαμβανομένης και της KESK, που θεωρείται ως η πιο «αριστερή». Σε αυτήν την καταδίκη, οι εργαζόμενοι στην Tekel απάντησαν με την κατάληψη των γραφείων της Türk-İş στην Κωνσταντινούπολη με την υποστήριξη πολλών ακτιβιστών συνδικαλιστών. Η κινητοποίηση τους επέτρεψε να κερδίσουν την υπόθεση στο Συμβούλιο της Επικρατείας και να φέρουν το ζήτημα στο Συνταγματικό Δικαστήριο, όπου αναμένεται ακόμη η απόφαση.
Ο αγώνας των εργαζομένων στην Tekel δεν μπορεί, φυσικά, από μόνος του να αλλάξει την πορεία, την οποία έχει διανύσει έως τώρα η Τουρκία και της οποίας το νέο Σύνταγμα είναι μόνο το τελευταίο λιθαράκι, δηλαδή την πορεία της νεοφιλελεύθερης αναδιαμόρφωσης του συνόλου της κοινωνίας, στην οποία τα κοινωνικά προβλήματα έχουν εξαφανιστεί από την πολιτική συζήτηση και όπου οι αντιθέσεις υποβιβάζονται σε εντάσεις μεταξύ των διαφόρων πτερύγων της αστικής τάξης.
Η νίκη του «ναι» ενισχύει το ΑΚΡ οσον αφορά στην θέλησή του να εδραιώσει την εξουσία του και να διασφαλίσει έτσι για τους υποστηρικτές του το πιο σημαντικό μερίδιο των κερδών που προέρχονται από τη μετατροπή της Τουρκίας σε μια χώρα-εξαγωγέα. Αφοπλίζει κάπως τα τμήματα της αστικής τάξης που είναι εχθρικά απέναντί του. Παρ όλα αυτά, πολλά ερωτήματα παραμένουν αναπάντητα. Το ΑΚΡ έχει αποδειχθεί ανίκανο να επιλύσει το «κουρδικό» ζήτημα, ενώ πριν από πέντε χρόνια μπορούσε να ανταγωνιστεί το κουρδικό κίνημα ακόμα και στη δική του έδρα, στο τουρκικό Κουρδιστάν. Η υποχώρηση στην εθνικιστική του βάση και η υιοθέτηση ενός πολεμοχαρή λόγου έχει οδηγήσει στην αποτυχία του στην περιοχή αυτή. Η αποτυχία αυτή επικυρώθηκε διαδοχικά από τις τοπικές εκλογές του 2008, την ήττα του «δημοκρατικού ανοίγματος», η οποία προσπάθησε να περιθωριοποιήσει το PKK και, τέλος, την επιτυχία του μποϋκοτάζ στο τουρκικό Κουρδιστάν. Επιπλέον, ο συνεχιζόμενος εξοβελισμός των κοινωνικών προβλημάτων από την πολιτική συζήτηση δεν μπορεί να συνεχιστεί. Κατά κάποιον τρόπο, ο νέος ηγέτης της κοινοβουλευτικής ομάδας του CHP το έχει κατανοήσει αυτό, υιοθετώντας μία δόση του «κοινωνικού» στην ομιλία του, σε βάρος του υπερ-εθνικισμού που χαρακτήριζε τον προκάτοχό του.
Από την οπτική της σοσιαλιστικής αριστεράς στην Τουρκία, είναι σημαντικό να είναι σε θέση να κατανοήσει αυτά τα προβλήματα, που μπορούν μόνο να βαθύνουν με την ένταξη της Τουρκίας στον παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό, και να ενεργήσει αρθρώνοντας μια πολιτική λύση που να διασφαλίζει τη χειραφέτηση και την αυτοδιάθεση των Κούρδων της Τουρκίας. Το κίνημα της Tekel αποτελεί ένα αξιοσημείωτο παράδειγμα που δείχνει τη βάση πάνω στην οποία η σοσιαλιστική αριστερά μπορεί να επανοικοδομηθεί, ώστε να αλλάξει την πορεία της Τουρκίας. Ένα τεράστιο έργο που ξεκινά με επίγνωση του γεγονότος ότι δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις, όπως βουλευτικές εκλογές, ψίχουλα δημοκρατίας που πέφτουν από το τραπέζι των αστικών κομμάτων ή συμβιβασμοί μέσα από συνδικαλιστικές γραφειοκρατίες χωρίς πραγματικούς δεσμούς με την εργατική τάξη.
[1] http://en.wikipedia.org/wiki/Sheikh_Said_rebellion
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου