Έχω την άποψη ότι η χειρότερη όψη της κρίσης είναι η εμπέδωση μιας όλο και πιο βαθιάς μελαγχολίας που διαχέεται σε όλα τα κοινωνικά στρώματα λόγω της ανυπαρξίας οράματος και ελπίδας για μια καλύτερη ζωή. Ιδιαιτέρως αυτή η κακή ψυχοδιανοητική κατάσταση πλήττει τους νέους μας, που στην πλειονότητά τους, τουλάχιστον μέχρι σήμερα, όχι μόνο δεν ανιχνεύουν μιαν ευνοϊκή προοπτική για το εργασιακό και κοινωνικό τους μέλλον, αλλά, προϊόντος του νεοφιλελεύθερου χρόνου, ακολουθούν όλο και πιο συχνά μορφές παθητικής αντίδρασης ή τη θαλπωρή του μοναχικού δρόμου...
Αυτό εμπεριέχει αφενός μεν την απόρριψη της σημερινής κοινωνικο-οικονομικής πραγματικότητας, αφετέρου δε την αμηχανία ή την αδυναμία ανατροπής της.
Αλλά η ανυπαρξία οράματος και ελπίδας σε έναν κοινωνικό οργανισμό δεν εκπορεύεται ποτέ από τις συστημικές δυνάμεις που προξένησαν και παρά ταύτα διαχειρίζονται την κρίση. Υποστασιοποιείται από τις δυνάμεις της αλλαγής και το πολιτικό τους υποκείμενο, που είναι η Αριστερά των συλλογικών εγχαράξεων και της σοσιαλιστικής προοπτικής.
1. Δυστυχώς στην πατρίδα μας, το εξαρτημένο, κρατικοδίαιτο και οικο-καταστροφικό μεταπολεμικό μοντέλο ανάπτυξης δεν επέτρεψε να δημιουργηθούν σαφείς, συνειδητές και σταθερές παραγωγικές σχέσεις της μισθωτής, κυρίως, εργασίας, που να αντιστοιχούν σε διακριτές ταξικές κατηγοριοποιήσεις και βεβαίως σε ιδεολογικοπολιτικές σταθερές. Έτσι, το εκάστοτε προέχον κοινωνικό αίτημα, που έπαιρνε συνήθως τον χαρακτήρα του δημοκρατικού εκσυγχρονισμού και υποβάθμιζε το ζήτημα της ανακατανομής των εισοδημάτων μέσα στη γλίσχρα πολυσθένεια της μεσογειακής οικογενειακής συμπληρωματικότητας, δεν απέφευγε την οικειοποίησή του από τον μεσσιανικό πατερναλισμό. Από την ενδημική αυτή «ασθένεια» των υπό ανάπτυξη χωρών δεν έμεινε απρόσβλητος κανένας πολιτικός χώρος. Οι συχνά έκτακτες, εξάλλου, συνθήκες διαβίωσης (κυρίως των κατοίκων της υπαίθρου) συντήρησαν διαύλους κοινωνικής επικοινωνίας και όσμωσης, με κριτήρια πέρα και υπεράνω των χαλαρών και δυσδιάκριτων ταξικών διακρίσεων, που οδηγούσαν σε όμοια πολιτική συμπεριφορά προφανώς αντιτιθέμενων ταξικών συμφερόντων.
Η κακή εμπειρία της άμεσης ή έμμεσης κυριαρχίας του δεξιού θεσμικού συμπλέγματος, είτε με κοινοβουλευτικές διαδικασίες είτε με δικτατορία, σε ολόκληρη τη μεταπολεμική περίοδο, προσέδωσε διάρκεια στο ριζοσπαστικό σοσιαλιστικό ενωτικό μόρφωμα του ΠΑΣΟΚ, στο οποίο μεγάλο μέρος των δημοκρατικών δυνάμεων εναπόθεσε την αδικαίωτη και εύλογη απορία του ότι, ενώ ήταν πάντα πλειοψηφία στον λαό, εν τούτοις ουδέποτε κατόρθωσαν να σχηματίσουν σταθερή κυβέρνηση.
Όπως έχω πολλές φορές υποστηρίξει, σ’ αυτό το πολιτικό πεδίο, η προφανής απόσταση μεταξύ προεκλογικών προγραμμάτων και κυβερνητικής πρακτικής απορροφήθηκε από τον νέο ανθεκτικό πολιτικο-ιδεολογικό, προσωποκεντρικό, εξουσιαστικό και αισθητικό ανθρωπότυπο, ο οποίος, προσβλέποντας στην αυτοσυντήρηση της εξουσιαστικής υπερδομής, στην οποία συνέπραξε, κάλυψε με οικείους ευφημισμούς την εκσυγχρονιστική σοσιαλφιλελεύθερη προσχώρηση και τώρα καλύπτει εν μέρει την ακραιφνώς νεοφιλελεύθερη μετάλλαξή του.
Όμως το δόγμα τής νέου τύπου Σοσιαλδημοκρατίας «αφού δεν μπορούμε να αλλάξουμε τον κόσμο, να αλλάξουμε εμείς» είναι απύθμενο και ατέρμον. Και τώρα που ο επιθετικός και γενικευμένος καπιταλισμός της χρηματοπιστωτικής βιομηχανίας επανακάμπτει εκδικητικά από το υπαρκτικό σοκ της κρίσης, με τη βοήθεια της αλλοτριωμένης Ευρωπαϊκής Τεχνοδομής, επισείοντας τον κίνδυνο της χρεοκοπίας των κρατών και αξιώνοντας την παράδοση του εθνικού πλούτου και του κοινωνικού κεκτημένου στις Αγορές, οι ευφημισμοί διαλύονται. Και η αποσυγκρότηση των αναντίστοιχων συσπειρώσεων συντελείται με ραγδαίο ρυθμό. Αλλά όσο την κοινωνική απορία και αμηχανία διαδέχεται η συνειδητοποίηση της ολοκληρωτικής αλλοτρίωσης στο νεοφιλελεύθερο μονόδρομο, τόσο περισσότερο το ευρωπαϊκό πλαίσιο γίνεται αφιλόξενο για την εναλλακτική σκέψη.
2. Η προσωπική μου πεποίθηση, που γίνεται όλο και πιο κατηγορηματική κατά τη διάρκεια του μνημονιακού χρόνου, είναι ότι η Ε.Ε. βρίσκεται αυτή την περίοδο στον πυρετό της συντηρητικής αντεπανάστασης, που άρχισε αργά μα σταθερά από το Μάαστριχτ και το Σύμφωνο Σταθερότητας. Τότε, πολλοί καλόπιστοι προέβαλαν την άποψη ότι οι φεντεραλιστικά ευφημιστικοί ή απροκάλυπτα νεοφιλελεύθεροι κανόνες αυτών των Συμφωνιών είναι ένα πρόσκαιρο στάδιο ανασύνταξης των οικονομιών της Ευρώπης, σύμφωνα με την προσωρινή εκδοχή που ο συγκεκριμένος συσχετισμός δυνάμεων επέβαλλε. Και ότι το ευρωπαϊκό πλαίσιο των καθιδρυτικών κανόνων είναι αρκούντως ελαστικό και ουδέτερο, ώστε και την αντίθετη πορεία να επιτρέπει.
Σήμερα έχουμε όλοι συνειδητοποιήσει ότι η χρηματοοικονομική βιομηχανία που προξένησε την κρίση με την αυτονόμησή της – αφενός μεν από την πραγματική οικονομία, αφετέρου δε από το πλαίσιο της δημοκρατικής λειτουργίας –, επανέρχεται δριμύτερη και – με τη σύμπραξη των πολιτικών της θεραπαινίδων – επιρρίπτει το κόστος στο Κοινωνικό Κράτος και στην αμοιβή της Μισθωτής Εργασίας. Μέσα σε ένα ευρωπαϊκό περιβάλλον, που παγιοποιεί τη διαρκή απόκλιση της παραγωγικής βάσης μεταξύ πλούσιων και φτωχών χωρών, φαίνεται ότι δεν υπάρχει προοπτική εναλλακτικής διεξόδου.
Οι σοσιαλιστικές ιδέες της κοινωνικοποίησης των στρατηγικών τομέων παραγωγής και του χρήματος, της εργατικής συμμετοχής, της αυτοδιαχείρισης και της ενίσχυσης του Κοινωνικού Κράτους, που με την καθολικότητα των παροχών του όχι μόνο ικανοποιεί τις ανάγκες όλων των πολιτών ισομερώς, αλλά παιδαγωγεί και προς μια κοινωνία απάλειψης των διακρίσεων, ωθούνται διαρκώς στην παρανομία. Τα ολοένα και προς το συντηρητικότερο επικαιροποιούμενα κείμενα του Ευρωπαϊκού πρωτογενούς και δευτερογενούς Δικαίου αρδεύουν μόνο από τη νεοφιλελεύθερη αίρεση. Ιδιαίτερη επίδοση στη συμπλήρωση των σκόπιμων κενών και τη συγκεκριμενοποίηση των ευφημισμών έχει το πολιτικο-δικαστικό όργανο, το Δικαστήριο της Ε.Ε. (πρώην ΔΕΚ), που οι ισόκυρες των Συνθηκών αποφάσεις του έχουν μείνει γενικώς στο απυρόβλητο της αριστερής πολιτικής κριτικής. Οι φονταμενταλιστικά αφυπνισμένες και επιχειρηματικά συνδεδεμένες δεξαμενές σκέψης της αγοραίας συνείδησης στελεχώνουν πλέον τις θέσεις της Ευρωπαϊκής Τεχνοδομής και προσδιορίζουν το νόημα και το περιεχόμενο των εννοιών ακόμη και αυτής της Δημοκρατικής Λειτουργίας.
Γι’ αυτό, αντί να επιδιώκεται η σταδιακή ενοποίηση των κανόνων παραγωγής και η δίκαιη κατανομή του πολλαπλάσιου πλούτου με ενδοευρωπαϊκές μεταβιβάσεις και δίκτυα, θεσμοποιούνται οι όροι του αδυσώπητου ανταγωνισμού, όπου οι γεωστρατηγικές επενδύσεις «αυτοκρατορικού» τύπου, με τη βοήθεια του προγράμματος εξαγοράς των κυβερνήσεων, δεσμεύουν τις χώρες και τους λαούς σε διαρκείς εμπορικές εξαρτήσεις και εξοντωτικές χρεώσεις.
Αντί η τεχνολογία, η πεμπτουσία της γνώσης ολόκληρου του διαχρονικού πολιτισμού, να απελευθερώνει την πλεονάζουσα αξία υπέρ της κοινωνίας, οδηγεί σταθερά στο τέλος της «Κοινωνίας της Εργασίας» και στην αδιέξοδη πλειοδοσία της απομείωσης των αμοιβών της. Και οι ολοένα συρρικνούμενες δυνατότητες των παραδοσιακών μεθόδων να μεταφέρουν πλούτο από τις χώρες της περιφέρειας στα καπιταλιστικά κέντρα οδήγησαν στη δημιουργία μιας νέας πολιτικής ελέγχου και συσσώρευσης μέσω των υπερεθνικών χρηματοπιστωτικών οργανισμών, των οποίων την κυρίαρχη θέση αποδέχονται ακόμη και τα κράτη της ύστερης ανάπτυξης˙ ανεξαρτήτως αν κυβερνώνται από κόμματα που, ενώ έχουν ως σκοπό την κυριαρχία της Εργατικής Τάξης, τώρα, στη διαδικασία της ανάπτυξης, θεωρούν τα πλήθη των συνανθρώπων μας που διαθέτουν, ως καύσιμη ύλη για να αποκτήσουν και να συντηρήσουν το ανταγωνιστικό τους πλεονέκτημα.
Το υπό κατάρτιση σχέδιο του Συμφώνου Ανταγωνιστικότητας μεταξύ διαφορετικής δυναμικότητας οικονομιών, εκ των οποίων οι αδύναμες είναι οι υπερχρεωμένες και εξαρτώνται από την καλή θέληση των ισχυρών να επιστρέψουν ορισμένα από τα πλεονάσματα που αποκόμισαν κατά τη διαδικασία του άνισου ενδοευρωπαϊκού εμπορίου, οδηγεί αναποδράστως σε ακόμη μεγαλύτερη ετερονομία και καταβαράθρωση των αμοιβών της Εργασίας καθώς και των παροχών του Κοινωνικού Κράτους.
Πολύ περισσότερο που η έρευνα, η τεχνολογία, η καινοτομία, η εκμετάλλευση των δικτύων, οι στρατηγικές επενδύσεις, οι οικονομίες κλίμακας, η πιστωτική αυτάρκεια, όλοι αυτοί οι παράγοντες που συντελούν σε μιαν ανταγωνιστική και βιώσιμη παραγωγική δραστηριότητα, είναι προνόμιο των πλουσίων χωρών. Και το ατελές ή κολοβό ευρώ σχεδιάστηκε έτσι, ώστε να μην επιδεικνύει την ευελιξία εκείνη που σε περίπτωση ασύμμετρου σοκ, όπως η σημερινή, ένα κοινό νόμισμα μπορεί να συμβάλει στη διάσωση των φτωχών οικονομιών, κυρίως αν αυτές έχουν μετατραπεί σε πλήρως εξαρτημένες οικονομίες υπηρεσιών, όπως η ελληνική.
Από την άλλη, η ελεύθερη εισαγωγή και το απελευθερωμένο εμπόριο αγαθών και υπηρεσιών από τρίτες χώρες, στην αιχμή παραγωγής των παρόμοιων ελληνικών προϊόντων, αφαιρεί το πλεονέκτημα και την ασφάλεια της ελεγχόμενης και αυτοτροφοδοτούμενης αγοράς της περιφερειακής ολοκλήρωσης και αποσυγκροτεί περαιτέρω τον αποδυναμωμένο παραγωγικό ιστό.
3. Για πρώτη φορά στην ιστορία της Ε.Ε. τίθεται εκτός θεσμικού πλαισίου ένα υποτιθέμενο πρόγραμμα της Αριστεράς, δηλαδή αλλαγής του συστήματος της ατομικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής με δημοκρατικές διαδικασίες και «ενδοστρεφούς» αυτοδυναμίας, με πρωτεύοντα τον ρόλο του κράτους και της Κοινωνικής Οικονομίας, όπως συνέβη σε όλες τις χώρες της νεότερης αναπτυξιακής διαδικασίας. Όταν, επομένως, στενεύουν ασφυκτικά οι δυνατότητες εκφοράς της εναλλακτικής σκέψης, πολύ δε περισσότερο επιταχύνονται οι ρυθμοί εφαρμογής τού – ανατρεπτικού του κοινωνικού κεκτημένου – νεοφιλελεύθερου προγράμματος, αρχίζουν να διατυπώνονται ευλόγως σοβαρά υπαρκτικά ερωτήματα για το αν η «πολιτική διαβίωση» εντός αυτού του πλαισίου είναι δυνατή.
Εξάλλου η περιπέτεια της σύγχρονης Ελλάδας ανέδειξε την προϊούσα μονοδρομική νοηματοδότηση των ευρωπαϊκών κανόνων, καθώς και την ουσιαστική (έως απόλυτη) αδυναμία της ευρωπαϊκής Αριστεράς (συμπεριλαμβανομένης και της ελληνικής) να εμποδίσει, έστω και κατ’ ελάχιστον, την εφαρμογή του προγράμματος της ραγδαίας κοινωνικής αποδόμησης.
Η μεγαλύτερη ευκαιρία για τις δυνάμεις της Εργασίας να επιβάλουν την κυριαρχία τους στην Ε.Ε. δόθηκε με την εξελισσόμενη ακόμα χρηματοοικονομική κρίση. Η δογματική υπεροχή της Συναίνεσης της Ουάσιγκτον εμφάνισε σοβαρές ασυνέπειες. Η πρακτική της εφαρμογή διέψευσε και τα πλέον προχωρημένα οικονομετρικά μοντέλα.
Η επιχείρηση «ιδιωτικοποίησης του κόσμου» αναστάτωσε την οικονομία, αποσυντόνισε την παραγωγική βάση, αφαίρεσε πλούτο από τους λαούς, διεύρυνε το κοινωνικό ρήγμα και κατέστησε την Πολιτική Λειτουργία της αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας άνευ αντικειμένου. Η πολιτική του «ιδίου» συμφέροντος και η ελεύθερη κυκλοφορία κεφαλαίων, αγαθών και υπηρεσιών οδήγησαν σε αστρονομικές συσσωρεύσεις και περαιτέρω ολιγοπωλιακές καταστάσεις. Ο δημόσιος χώρος συρρικνώθηκε με την υλική και πνευματική του έννοια. Το κράτος αποσύρθηκε από τις παραδοσιακές του λειτουργίες, αυτές δηλαδή που κατέστησαν απαραίτητο το κρατικό μόρφωμα.
Το Κοινωνικό Κράτος, ως δημιούργημα της ανάγκης αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης και της άμβλυνσης της ταξικής πάλης, που αναπτύχθηκε στη σκιά του υπαρκτού σοσιαλισμού και των αγώνων του Εργατικού Κινήματος, λεηλατήθηκε σε τέτοιο βαθμό, που δεν μπορεί πλέον να ανταποκριθεί ούτε στις στοιχειώδεις ανάγκες των πολιτών. Ό,τι δημόσιο, απαξιώνεται, δυσφημείται, θεωρείται περιττό βάρος στους ώμους της κοινωνίας. Οι πολιτικές έννοιες ξαναγράφονται και το περιεχόμενό τους επανορίζεται.
Δεν θα φτάσουμε στο σημείο να χαρακτηρίσουμε τις συμπράττουσες με την «εγκληματική» ιδεολογία της Wall Street δεξαμενές σκέψης και τις οικονομικές σχολές των νεοφιλελεύθερων φυτωρίων ως «εργαστήρια απάτης», όπως τις αποκάλεσε ο διαπρεπής οικονομολόγος William Black. Πλην όμως, είναι βέβαιο ότι δεν μπορούν να εντάσσονται πλέον στην έννοια της Πολιτικής Οικονομίας.
Παρά ταύτα όμως, το νεοφιλελεύθερο πρόταγμα αντεπιτίθεται με επιτυχία προς το παρόν, κυρίως στην Ε.Ε. Η χρηματοοικονομική βιομηχανία, ως υπέρτατο στάδιο καπιταλιστικής συσσώρευσης, είναι πολύ ισχυρή, ώστε να καταπτοηθεί από την αποκάλυψη της απύθμενης ιδιοτέλειάς της και τη διαλυτική της επενέργεια. Πρόσφατα, ακόμη και ο καθηγητής Jeff Frieden της περίφημης Σχολής Διακυβέρνησης του Χάρβαρντ έγραψε: «…Τα συμφέροντα της χρηματοοικονομικής βιομηχανίας είναι τόσο ισχυρά, που το σύγχρονο πολιτικό σύστημα εξαρτάται πλέον σε μεγάλο βαθμό για τη λειτουργία του από το χρηματοοικονομικό κεφάλαιο…».
4. Η υποταγή της Πολιτικής Λειτουργίας και η σύμπλευση της Ευρωπαϊκής Τεχνοδομής με τα συμφέροντά της, έδωσαν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία στην Αριστερά, μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, να οργανώσει τη συστηματική - θεωρητική και πρακτική της αντεπίθεση. Κάτι τέτοιο όμως δεν έγινε. Η περιπέτεια της σύγχρονης Ελλάδας και άλλων κρατών του οικονομικού Νότου ανέδειξε και την τραγική θέση της εγχώριας Αριστεράς.
Η ένταξη στον μηχανισμό στήριξης και η υπαγωγή στους δρακόντειους κανονισμούς του ΔΝΤ (που είχαν προαποφασιστεί), με την εφαρμογή του «δόγματος του σοκ», ώστε ο λαός – αυτοενοχοποιημένος, παραιτημένος και περιδεής – να επιτρέψει την παράδοση της υλικής και πνευματικής του υπόστασης στις Αγορές, βρήκε την Αριστερά στη χειρότερη θέση της σύγχρονης Ιστορίας της. Γιατί το ποια είναι η χρονική στιγμή της ενδεδειγμένης παρέμβασής της και κατά πόσον είναι υποκειμενικά πρόσφορη να ανταποκριθεί στις αντικειμενικές συνθήκες προσδιορίζει και την ουσία τής αριστερής πολιτικής.
Η ευθύνη της Αριστεράς
Η σπουδαιότερη όψη της κρίσης, λοιπόν, είναι η αδυναμία της ελληνικής Αριστεράς στο σύνολό της να προβλέψει την προετοιμασία των αστικών πολιτικών δυνάμεων για την υπαγωγή τής χώρας μας στο ΔΝΤ και στην τριαρχία της επιτήρησης.
Η Αριστερά όφειλε, με δικές της οικονομικές μελέτες από το πλεονάζον προσωπικό των αξιόλογων διανοουμένων και ακτιβιστών που διαθέτει, να ενημερωθεί και να αντιστοιχηθεί έναντι των οργάνων της Ε.Ε., να απομυθοποιήσει τα μη αποκρυπτόμενα (άλλωστε) σχέδιά τους και να προτείνει εναλλακτικούς τρόπους αντιμετώπισης της κρίσης στην πατρίδα.
Κυρίως η Αριστερά όφειλε να καταρτίσει ένα ορθολογικά αρθρωμένο και ιεραρχικά δομημένο πρόγραμμα τακτικών και εξαιρετικών δράσεων, σε περίπτωση που το προηγούμενο πλέγμα διεκδικήσεων και ενεργειών δεν έφερνε το επιθυμητό αποτέλεσμα ή αποκλειόταν από την ευρωπαϊκή ελίτ. Το πρόγραμμα αυτό, σ’ αυτή την οριακή κατάσταση που βρίσκεται η χώρα, δεν μπορεί να αφήνει θέματα - ταμπού στο απυρόβλητο, όπου ως «ιερά δόγματα» τα εναπόθεσε η βρυξελληνική νοοτροπία.
Τα ερωτήματα σήμερα για την ελληνική Αριστερά είναι επιτακτικά και πρέπει άμεσα, ενωτικά και πειστικά να απαντηθούν:
- Είναι οι ωφέλειες του ισχυρού, αλλά υπερτιμημένου εξ αρχής για τους Έλληνες, νομίσματος ικανές για να αποσοβήσουν την προϊούσα αποσυγκρότηση της παραγωγής και την παράδοση του κοινωνικού πλούτου στο νομαδικό κεφάλαιο;
- Μέχρι ποιου σημείου μπορεί να φτάσει η ενδεχόμενη αποφασιστικότητα μιας προοδευτικής κυβέρνησης, εν όψει των ποικίλων αλληλεξαρτήσεων και δεσμών με την Ευρωπαϊκή Τεχνοδομή, σε μια σταδιακή, αλλά γρήγορη, κλιμάκωση της στρατηγικής τής αυτοδυναμίας και της απεξάρτησης από το νεοφιλελεύθερο μνημόνιο αόριστης διάρκειας και τις προδιαγραφόμενες κοινοτικές πολιτικές;
- Έχει μελετήσει τις θέσεις, τις ενδεχόμενες αντιδράσεις και τη διαθεσιμότητα του υποκειμενικού παράγοντα, δηλαδή του Λαού, στις αυτόχρημα τολμηρές και διαταρακτικές – της εμπεδωμένης νοοτροπίας και των συνθηκών ζωής του – κινήσεις, που, ούτως ή άλλως, δεν μπορεί να μην είναι βραχυμεσοπρόθεσμα δύσκολες και ίσως οδυνηρές; Πολύ περισσότερο που οι δημοκρατικές διαδικασίες ούτε προκαταλαμβάνουν, ούτε το δόγμα του σοκ εφαρμόζουν;
Η ευθύνη της Αριστεράς μεγαλώνει ακόμη περισσότερο, γιατί:
- Δεν κάλεσε εγκαίρως σε πολιτική συστράτευση όλες τις διαθέσιμες δυνάμεις για την οργάνωση μιας ενωτικής πολιτικής αντεπίθεσης στο πρόγραμμα του προτεινόμενου μνημονίου.
- Δεν άρθηκε υπεράνω των επιμέρους διαφορών σε επίπεδο Συνδικαλιστικού Κινήματος.
- Δεν μπόρεσε να επανενώσει σε αντιμνημονιακή βάση τις δυνάμεις της οργανωμένης εργασίας, ή – τουλάχιστον – την πολυδιασπασμένη συνδικαλιστική γραφειοκρατία.
- Δεν κατόρθωσε να συγκροτήσει, ούτε ενθάρρυνε τη συγκρότηση ευρύτερου κοινωνικού μετώπου σε ένα μόνιμο κοινωνικό πλαίσιο απόρριψης του μνημονίου, μολονότι η αυταρχική του επιβολή δημιουργεί νέες ενοποιητικές γραμμές στο κοινωνικό σώμα.
Η περίπτωση των Περιφερειακών Εκλογών ήταν χαρακτηριστική. Απέτυχε να εκμεταλλευτεί, στην κρίσιμη συγκυρία, τη λαϊκή έκφραση με κοινή κάθοδο, ώστε αφενός μεν να αναδείξει την παράδοση της Αυτοδιοίκησης και του «Καλλικράτη» στην προκρούστεια κλίνη του μνημονίου, αφετέρου δε να απορροφήσει τις διάφορες μορφές απόρριψης, αποδοκιμασίας και αποχής από την εκλογική διαδικασία. Ο λαός, με τη συνειδητή συμπεριφορά ή αυθόρμητη - συναισθηματική του στάση, περιφρόνησε τη βολουνταριστική πολιτική της Αριστεράς και πολλών ηγετικών της παραγόντων, κάτι που νομίζω θα πληρώνει για πολλά χρόνια, εάν δεν υπάρξουν άμεσα συνταρακτικές, επανορθωτικές, ενωτικές πρωτοβουλίες.
Ακόμη και σ’ αυτή την περίφημη υπόθεση διαγραφής ή αθέτησης πληρωμής του «αισχρού» ή «επονείδιστου», «άδικου», «παράνομου» ή απλώς «καταχρηστικού» (λόγω της καταπλεονεκτικής λειτουργίας των κανόνων της ΟΝΕ και της κατ’ όνομα «ελεύθερης αγοράς») μέρους του χρέους και συγκρότησης Ανεξάρτητης Επιτροπής Λογιστικού Ελέγχου (ΕΛΕ), που από ετών έχουμε πολλοί θέσει, όχι μόνο δεν καταφέρνει να ομονοήσει και να εντάξει τους ενεργούς πολίτες από όλους τους πολιτικούς χώρους, αλλά αντίθετα, όπως στις Περιφερειακές Εκλογές, περιχαρακώνεται σε προσωποπαγείς συσπειρώσεις, εγκλωβίζεται σε αυτοποιητικές λογικές και επιδίδεται σε ανέξοδες υπονομεύσεις που της αποστερούν το οξυγόνο της Κοινωνίας.
Κυρίως όμως η Αριστερά απέτυχε που, σε ευνοϊκές κοινωνικές συνθήκες, δεν μπόρεσε να ενθαρρύνει μια παλλαϊκή εξέγερση κατά της διάλυσης του Κοινωνικού Κράτους, στη σταδιακή δημιουργία του οποίου αυτή πρωτίστως συνέβαλε. Οι επιμέρους κοινωνικές και επαγγελματικές τάξεις έμειναν μόνες να δυσφημίζονται, να κατακερματίζονται και να απομονώνονται, στο έλεος των πολιτικών του μνημονίου και της παραπλανητικής δημοσιολογίας των ΜΜΕ του ευρέως μνημονιακού κύκλου. Επομένως δεν θα ήταν υπερβολή να ισχυριστούμε ότι η ελληνική Αριστερά στο σύνολό της είναι ηττημένη στη συνείδηση του λαού. Όταν ακούγονται από παντού άδικες γενικεύσεις για όλους τους πολιτικούς, για το αναξιόπιστο και αποδυναμωμένο αντιπροσωπευτικό σύστημα, δεν πρέπει να ικανοποιείται από το ότι δέχεται τα ολιγότερα πυρά.
Υπόκωφη βοή
5. Παντού πλέον ακούγεται το κοινωνικό παράπονο ως προτεραιότητα και ζητούμενο άμεσης ανάγκης για τη χάραξη μιας σαφούς επιτέλους εναλλακτικής πορείας, που θα αντιμετωπίσει ριζικά το πρόβλημα της αυτόνομης οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης και θα οδηγήσει τον κοινωνικό μας σχηματισμό στο ξέφωτο μέσα από τις ρωγμές του διεθνούς και ευρωπαϊκού συστήματος. Μια υπόκωφη βοή, μια παλλαϊκή απαίτηση, ένα γενικευμένο αίτημα προστασίας του λαού αρχίζει να καταλαμβάνει όλο τον δημόσιο χώρο˙ ταυτόχρονα όμως, και μια μοιρολατρία, συνοδευόμενη από τη συναίσθηση της αδυναμίας να επενεργήσει ανατρεπτικά στην αλλοτρίωση και στην ετερονομία που προξενεί μια χυδαία και ακραία εκδικητική νεοφιλελεύθερη πολιτική.
Για πρώτη φορά, σε συνθήκες πολιτικής ομαλότητας, η σωτηρία της πατρίδας και της Κοινωνίας, η διάσωση των κατακτήσεων πολλών δεκαετιών, περνά μέσα από το πρόγραμμα της Αριστεράς. Αλλά αυτή η Αριστερά της εποχής του μνημονίου φαίνεται πως δεν έχει μέλλον. Χρειάζεται μια νέα επανεκκίνηση εκτός του κύκλου της διαχρονικής της ήττας. Το προέχον σήμερα καθήκον της είναι να συνεγείρει σε μια διαρκή και ενωτική κινητοποίηση τον καθημαγμένο λαό μας.
Επομένως, όλα τα παρόντα σχήματα της Αριστεράς, ως σχήματα της ήττας και της καθήλωσης, πρέπει να αναμορφωθούν ριζικά και νέοι δίαυλοι επικοινωνίας με τους ενεργούς και σταδιακά αφυπνιζόμενους πολίτες να αναζωογονήσουν τις τάξεις της. Ιδιαίτερα με τους πολίτες που απεγκλωβίζονται καθημερινά από τις τάξεις τού ακραία νεοφιλελεύθερου ΠΑΣΟΚ. Διαφορετικά, η Κοινωνία και οι καιροί θα την προσπεράσουν ως αμήχανο και αδύναμο απολίθωμα του παρελθόντος. Ούτως ή άλλως, η δημοκρατία, τα προκατασκευασμένα θεωρητικά σχήματα και οι χώροι υποδοχής τής λαϊκής οργής έχουν ιστορικά αποτύχει και οι συναρτήσεις του Μέλλοντος δεν προαναγγέλλονται ούτε τυποποιούνται από την αυθόρμητη και απρόβλεπτη κίνηση του Λαού, όταν το άρμα της ανάγκης δώσει φτερά σε κάθε πολίτη.
* Ο Αλέξης Π. Μητρόπουλος, είναι Πανεπιστημιακός, Πρόεδρος της Ένωσης για την Υπεράσπιση της Εργασίας και του Κοινωνικού Κράτους (ΕΝΥΠΕΚ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου